Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συνάπτω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνάπτω:''' μέλ. <i>-άψω</i>,<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> [[συνδέω]], [[συνενώνω]], [[συναρμόζω]], [[ενώνω]], εφάπτω· [[συνάπτω]] [[χέρα]], σε [[ένδειξη]] [[φιλίας]], σε Ευρ.· [[ἰδού]], <i>σύναψον</i> (ενν. <i>τὴν [[χέρα]]</i>), στον ίδ.· [[αλλά]], [[συνάπτω]] χεῖρά τινος ἐν βρόχοις, [[δένω]] [[σφιχτά]] τα χέρια του με [[δεσμά]], στον ίδ.· [[συνάπτω]] [[πόδας]] ή [[ἴχνος]] τινί, [[συναντώ]] κάποιον, σε Ευρ.· [[συνάπτω]] [[κῶλον]] τάφῳ, [[προσεγγίζω]] τον τάφο, στον ίδ.· ομοίως, <i>φόνοςσυνάπτει τινὰ γᾷ</i>, στον ίδ.· <i>ξυνάπτω βλέφαρα</i>, [[κλείνω]] [[σφιχτά]] τα μάτια, στον ίδ.· [[συνάπτω]] [[στόμα]], [[φιλώ]] κάποιον, σε Ευρ.· [[συνάπτω]] κακὰ κακοῖς, [[ενώνω]] τη [[δυστυχία]] με τη [[δυστυχία]], στον ίδ.· [[αλλά]], [[συνάπτω]] [[κακόν]] τινι, τον [[δένω]] με τη [[δυστυχία]], τον [[φέρνω]] σε [[επαφή]] μαζί της, στον ίδ.· [[συνάπτω]] τινὶ δαῖτα, [[παραθέτω]] σε κάποιον [[γεύμα]], στον ίδ.· παροιμ., [[συνάπτω]] λίνονλίνῳ, [[συνδέω]] [[κλωστή]] με [[κλωστή]], δηλ. [[συγκρίνω]] ομοειδή πράγματα, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[συνδέω]] στη [[σκέψη]] μου, [[συνδυάζω]], [[συσχετίζω]], στον ίδ.· [[συνάπτω]] μηχανήν, [[καταστρώνω]] [[σχέδιο]], σε Αισχύλ.· [[συνάπτω]] [[ὄναρ]] εἴς τινα, [[συνδέω]] ένα όνειρο με κάποιον, το [[συσχετίζω]] μ' αυτόν, σε Ευρ.· <i>ξυνῆψε πάντας ἐς μίαν βλάβην</i>, τους περιέπλεξε σε [[ζημία]], σε [[απώλεια]], στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με εχθρική [[σημασία]], [[συνάπτω]] εἰς μάχην, [[οδηγώ]] σε [[συμπλοκή]], σε Ηρόδ.· <i>ἐλπὶς πόλεις ξυνῆψε</i>, ενέπλεξε τις πόλεις σε [[σύγκρουση]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[συνάπτω]] μάχην, συμπλέκομαι σε [[μάχη]], σε Ηρόδ.· <i>τινί</i>, με κάποιον, σε Αισχύλ.· [[πρός]] τινα, σε Θουκ.· επίσης ([[χωρίς]] το <i>μάχην</i>), συμπλέκομαι, σε Ηρόδ., Αριστοφ. — Παθ., [[νεῖκος]] συνῆπταί τινιπρός τινα, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> με φιλική [[σημασία]], [[συνδέω]], [[συνενώνω]], σε Ξεν. — Παθ., <i>συνάπτεσθαί τινι</i>, σχετίζομαι, [[συναναστρέφομαι]] κάποιον, σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., [[συνάπτω]] μῦθον, <i>ὅρκους</i>, σε Ευρ.· [[συνάπτω]] τινὶ γάμους, <i>λέκτρα</i>, [[κῆδος]], σχετίζομαι με κάποιον μέσω γάμου, στον ίδ.· ξυνάπτεσθαί [[κῆδος]] τῆς θυγατρός, [[παντρεύω]] την [[κόρη]] μου, σε Θουκ. <b>Β.</b> αμτβ.·<br /><b class="num">I. 1.</b> με τοπική [[σημασία]], [[συνορεύω]] με, [[γειτνιάζω]], βρίσκομαι [[πολύ]] κοντά σε, [[εφάπτομαι]], σε Ηρόδ.· <i>Τήνῳ συνάπτει Ἄνδρος</i>, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για χρόνο, [[εγγίζω]], είμαι [[πλησίον]] από πλευράς χρόνου, [[επίκειμαι]], σε Πίνδ.· ομοίως λέγεται για γεγονότα, [[λύπη]] [[συνάπτω]] τινί, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., λέγεται για σκέψεις, συναντώμαι, [[συμπίπτω]], σε Αριστ.· [[συνδέομαι]] με, <i>πρόςτι</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[συνάπτω]] λόγοισι, [[συνομιλώ]], σε Σοφ.· ομοίως, <i>ἐς λόγους ξυνάπτω τινί</i>, σε Ευρ.· επίσης, [[συνάπτω]] εἰς χορεύματα, [[παίρνω]] [[μέρος]] στον χορό, [[χορεύω]] μαζί με, στον ίδ.· [[συνάπτω]] ἐς χεῖρα γῇ, δηλ. [[προσεγγίζω]], [[αγγίζω]] τη γη, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[τύχα]] ποδὸς ξυνάπτει μοι, δηλ. έχω έλθει στην κατάλληλη [[στιγμή]], στον ίδ. <b>Γ. 1.</b> Μέσ., βρίσκομαι κοντά σε, [[συνδέομαι]] με, <i>τινι</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[μετέχω]] από κοινού με κάποιον, [[βοηθώ]], <i>τινι</i>, σε Ευρ.· απόλ., σε Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> [[επιφέρω]] στον εαυτό μου, [[πληγάς]], σε Δημ.
|lsmtext='''συνάπτω:''' μέλ. <i>-άψω</i>,<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> [[συνδέω]], [[συνενώνω]], [[συναρμόζω]], [[ενώνω]], εφάπτω· [[συνάπτω]] [[χέρα]], σε [[ένδειξη]] [[φιλίας]], σε Ευρ.· [[ἰδού]], <i>σύναψον</i> (ενν. <i>τὴν [[χέρα]]</i>), στον ίδ.· [[αλλά]], [[συνάπτω]] χεῖρά τινος ἐν βρόχοις, [[δένω]] [[σφιχτά]] τα χέρια του με [[δεσμά]], στον ίδ.· [[συνάπτω]] [[πόδας]] ή [[ἴχνος]] τινί, [[συναντώ]] κάποιον, σε Ευρ.· [[συνάπτω]] [[κῶλον]] τάφῳ, [[προσεγγίζω]] τον τάφο, στον ίδ.· ομοίως, <i>φόνοςσυνάπτει τινὰ γᾷ</i>, στον ίδ.· <i>ξυνάπτω βλέφαρα</i>, [[κλείνω]] [[σφιχτά]] τα μάτια, στον ίδ.· [[συνάπτω]] [[στόμα]], [[φιλώ]] κάποιον, σε Ευρ.· [[συνάπτω]] κακὰ κακοῖς, [[ενώνω]] τη [[δυστυχία]] με τη [[δυστυχία]], στον ίδ.· [[αλλά]], [[συνάπτω]] [[κακόν]] τινι, τον [[δένω]] με τη [[δυστυχία]], τον [[φέρνω]] σε [[επαφή]] μαζί της, στον ίδ.· [[συνάπτω]] τινὶ δαῖτα, [[παραθέτω]] σε κάποιον [[γεύμα]], στον ίδ.· παροιμ., [[συνάπτω]] λίνονλίνῳ, [[συνδέω]] [[κλωστή]] με [[κλωστή]], δηλ. [[συγκρίνω]] ομοειδή πράγματα, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[συνδέω]] στη [[σκέψη]] μου, [[συνδυάζω]], [[συσχετίζω]], στον ίδ.· [[συνάπτω]] μηχανήν, [[καταστρώνω]] [[σχέδιο]], σε Αισχύλ.· [[συνάπτω]] [[ὄναρ]] εἴς τινα, [[συνδέω]] ένα όνειρο με κάποιον, το [[συσχετίζω]] μ' αυτόν, σε Ευρ.· <i>ξυνῆψε πάντας ἐς μίαν βλάβην</i>, τους περιέπλεξε σε [[ζημία]], σε [[απώλεια]], στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με εχθρική [[σημασία]], [[συνάπτω]] εἰς μάχην, [[οδηγώ]] σε [[συμπλοκή]], σε Ηρόδ.· <i>ἐλπὶς πόλεις ξυνῆψε</i>, ενέπλεξε τις πόλεις σε [[σύγκρουση]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[συνάπτω]] μάχην, συμπλέκομαι σε [[μάχη]], σε Ηρόδ.· <i>τινί</i>, με κάποιον, σε Αισχύλ.· [[πρός]] τινα, σε Θουκ.· επίσης ([[χωρίς]] το <i>μάχην</i>), συμπλέκομαι, σε Ηρόδ., Αριστοφ. — Παθ., [[νεῖκος]] συνῆπταί τινιπρός τινα, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> με φιλική [[σημασία]], [[συνδέω]], [[συνενώνω]], σε Ξεν. — Παθ., <i>συνάπτεσθαί τινι</i>, σχετίζομαι, [[συναναστρέφομαι]] κάποιον, σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., [[συνάπτω]] μῦθον, <i>ὅρκους</i>, σε Ευρ.· [[συνάπτω]] τινὶ γάμους, <i>λέκτρα</i>, [[κῆδος]], σχετίζομαι με κάποιον μέσω γάμου, στον ίδ.· ξυνάπτεσθαί [[κῆδος]] τῆς θυγατρός, [[παντρεύω]] την [[κόρη]] μου, σε Θουκ. <b>Β.</b> αμτβ.·<br /><b class="num">I. 1.</b> με τοπική [[σημασία]], [[συνορεύω]] με, [[γειτνιάζω]], βρίσκομαι [[πολύ]] κοντά σε, [[εφάπτομαι]], σε Ηρόδ.· <i>Τήνῳ συνάπτει Ἄνδρος</i>, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για χρόνο, [[εγγίζω]], είμαι [[πλησίον]] από πλευράς χρόνου, [[επίκειμαι]], σε Πίνδ.· ομοίως λέγεται για γεγονότα, [[λύπη]] [[συνάπτω]] τινί, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., λέγεται για σκέψεις, συναντώμαι, [[συμπίπτω]], σε Αριστ.· [[συνδέομαι]] με, <i>πρόςτι</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[συνάπτω]] λόγοισι, [[συνομιλώ]], σε Σοφ.· ομοίως, <i>ἐς λόγους ξυνάπτω τινί</i>, σε Ευρ.· επίσης, [[συνάπτω]] εἰς χορεύματα, [[παίρνω]] [[μέρος]] στον χορό, [[χορεύω]] μαζί με, στον ίδ.· [[συνάπτω]] ἐς χεῖρα γῇ, δηλ. [[προσεγγίζω]], [[αγγίζω]] τη γη, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[τύχα]] ποδὸς ξυνάπτει μοι, δηλ. έχω έλθει στην κατάλληλη [[στιγμή]], στον ίδ. <b>Γ. 1.</b> Μέσ., βρίσκομαι κοντά σε, [[συνδέομαι]] με, <i>τινι</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[μετέχω]] από κοινού με κάποιον, [[βοηθώ]], <i>τινι</i>, σε Ευρ.· απόλ., σε Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> [[επιφέρω]] στον εαυτό μου, [[πληγάς]], σε Δημ.
}}
{{elnl
|elnltext=συν-άπτω, Att. ook ξυνάπτω [σύν, ἅπτω] met acc. fysiek samenvoegen:; τὰς χεῖρας σ. elkaars handen vastpakken Plat. Lg. 698d; met acc. en dat.:; χειρὶ σύναπτε χεῖρα voeg hand in hand Aristoph. Th. 955; θᾶσσον... ἢ σὲ ξυνάψαι βλέφαρα βασιλείοις κόραις sneller dan jij je oogleden met je koninklijke pupillen kunt samenvoegen (d.w.z. dan je met je ogen kunt knipperen) Eur. Ba. 747; σ. πόδα of σ. ἴχνος met dat. iemands pad kruisen; spreekw.. οὐ λίνον λίνῳ συνάπτεις je voegt geen linnen met linnen samen, ‘dat slaat als een tang op een varken’ Plat. Euthyd. 298c. overdr. mentaal verbinden, combineren, aan elkaar koppelen: met εἰς/ἐς + acc..; σύναπτε... αὐτὰ εἰς ἓν τρία ὄντα breng die (beelden) met hun drieën in één samen Plat. Resp. 588d; σ. τοὔναρ ἐς φίλους de droom met vrienden in verband brengen Eur. IT 59; in elkaar zetten:; ξ. μηχανήν een listig plan smeden Aeschl. Ag. 1609; ook pass.. συνάπτεται … ἕτερον ἐξ ἄλλου want elk (idee) zit aan een ander vast Plat. Sph. 245e. van sociale relaties in contact brengen, samenbrengen, verenigen:; ἡ φιλία … συνάπτει τοὺς καλούς τε κἀγαθούς vriendschap verenigt mensen met een voortreffelijk karakter Xen. Mem. 2.6.22; βούλῃ συνάψω μῦθον; wil je dat ik reageer (op wat net gezegd is)? Eur. Suppl. 566; met dat. met:; τί τοῖσδε σαυτὸν εἰς λόγον τοῖς θηρίοις συνάπτεις waarom knoop je met deze beesten een gesprek aan? Aristoph. Lys. 468; ματρὶ … γάμους … συνάπτει hij ging met zijn moeder een huwelijk aan Eur. Phoen. 1049; ook med..; κῆδος ξ. τῆς θυγατρός een huwelijksrelatie voor zijn dochter regelen (d.w.z. zijn dochter laten trouwen) Thuc. 2.29.3; ongunstig in conflict brengen:. πόλεις σ. steden met elkaar in conflict brengen Eur. Suppl. 480; σ. τὰ στρατόπεδα ἐς μάχην de legers met elkaar de strijd laten aangaan Hdt. 5.75.1; φασγάνων ἀκμάς σ. de punten van de zwaarden doen kruisen, d.w.z. de strijd aangaan Eur. Or. 1482; σ. μάχην, σ. πόλεμον (de) strijd aangaan, een oorlog beginnen. zonder acc., met dat. of πρός + acc. of abs. fysiek grenzen aan, raken aan, in de buurt zijn van, met dat.: van plaatsen; Τήνῳ … συνάπτουσ ’ Ἄνδρος het aan Tenos grenzende Andros Aeschl. Pers. 885; πεδίον τοῦτο συνάπτει τῷ Αἰγυπτίῳ πεδίῳ die vlakte raakt aan de Egyptische vlakte Hdt. 2.75.2; ἐς χεῖρα γῇ συνῆψαν (zeelieden die) op een handbreedte van het vasteland komen Eur. Hcld. 429; ook van tijd:. πρὸς τὸν χειμῶνα ξ. doorlopen tot in de winter (van koorts die in de herfst begint) Hp. Aph. 2.25. overdr. samenhangen met, verbonden zijn met, gepaard gaan met, met dat., met πρός + acc.: τῷ … συνάπτει λύπη daarmee gaat verdriet gepaard Eur. Hipp. 187. van sociale relaties in contact komen (met): abs..; ξυνάπτετον λόγοισιν ( dat. instrum.) jullie moeten overleggen Soph. El. 21; ἐς λόγους σ. met iemand in gesprek komen, met dat. Eur. Phoen. 702; ongunstig slaags raken; overdr. mee aanpakken met, zich aan de zijde scharen (van), zich voegen (bij), meehelpen, bijstaan, meestal med.; ellipt.:; ὅταν σπεύδῃ τις αὐτὸς, χὠ θεὸς συνάπτεται als iemand zelf vaart maakt, helpt ook de godheid mee Aeschl. Pers. 742; met dat.:; ἡμῖν … σπουδῇ σύναψαι voegt u zich snel bij ons Eur. Hel. 1444; met gen.: γνώμης … τις δαιμόνων ξυνήψατο een of andere godheid heeft hem bijgestaan in zijn plan Aeschl. Pers. 724.
}}
}}