3,274,873
edits
(27) |
(5) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο, θηλ. και -η και -ος (ΑΜ [[νόθος]], -η, -ον, Α θηλ. και -ος)<br /><b>1.</b> αυτός που γεννήθηκε από μη νόμιμο γάμο<br /><b>2.</b> [[κίβδηλος]], [[πλαστός]], παραποιημένος, μη [[γνήσιος]] (α. «νόθο [[βάρος]]» β. «οὐ δεῑ πολίτας παρεμβάλλειν νόθῃ παιδείᾳ πεπαιδευμένους», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> (για φιλολογικό [[έργο]]) αυτός που δεν ανήκει στον συγγραφέα στον οποίο αποδίδεται («νόθο [[κείμενο]]»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «νόθοι πλευρές» ή «νόθες πλευρές» — οι [[πέντε]] τελευταίες πλευρές τών πλάγιων μοιρών του θώρακα του ανθρώπου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[ανώμαλος]], μη [[φυσιολογικός]] («νόθες καταστάσεις»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «νόθοι δίφθογγοι» — οι υστερογενείς δίφθογγοι<br />β) «νόθο [[κλάσμα]]» — [[κλάσμα]] του οποίου ο [[αριθμητής]] [[είναι]] μεγαλύτερος από τον παρονομαστή, αλλ. καταχρηστικό [[κλάσμα]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(για ζώα ή φυτά) αυτός που προκύπτει από [[διασταύρωση]] ατόμων τα οποία δεν [[είναι]] γονοτυπικώς όμοια, αλλ. [[υβρίδιο]]<br /><b>μσν.</b><br />[[παράνομος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γεννήθηκε από [[δούλη]] ή [[παλλακίδα]]<br /><b>2.</b> (στην Αθήνα) [[γόνος]] μη Αθηναίων πολιτών ή αυτός του οποίου η [[μητέρα]] μόνο ήταν μη Αθηναία<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ νόθοι</i><br />(στην Αίγυπτο) [[τάξη]] υπηρετών του ναού<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[νόθος]] [[πυρετός]]» — [[πλαστός]], [[φαινομενικός]]<br />β) «[[νόθος]] [[σάλπιγξ]]» — το [[σφύριγμα]] του φιδιού<br />γ) «νόθον [[φέγγος]]» — το φως της σελήνης<br />δ) «[[νόθος]] [[ἱματισμός]]» — η [[ενδυμασία]] της [[πόρνης]]. Επίρ. <i>νόθως</i> (Α)<br />[[ψευδώς]], ανειλικρινώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] της λ. με αρχ. ινδ. <i>andha</i>-<i>h</i> «[[άγνωστος]]» έχει απορριφθεί. Εξίσου αμφίβολη θεωρείται η [[άποψη]] ότι πρόκειται για πελασγική λ.]. | |mltxt=-α, -ο, θηλ. και -η και -ος (ΑΜ [[νόθος]], -η, -ον, Α θηλ. και -ος)<br /><b>1.</b> αυτός που γεννήθηκε από μη νόμιμο γάμο<br /><b>2.</b> [[κίβδηλος]], [[πλαστός]], παραποιημένος, μη [[γνήσιος]] (α. «νόθο [[βάρος]]» β. «οὐ δεῑ πολίτας παρεμβάλλειν νόθῃ παιδείᾳ πεπαιδευμένους», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> (για φιλολογικό [[έργο]]) αυτός που δεν ανήκει στον συγγραφέα στον οποίο αποδίδεται («νόθο [[κείμενο]]»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «νόθοι πλευρές» ή «νόθες πλευρές» — οι [[πέντε]] τελευταίες πλευρές τών πλάγιων μοιρών του θώρακα του ανθρώπου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[ανώμαλος]], μη [[φυσιολογικός]] («νόθες καταστάσεις»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «νόθοι δίφθογγοι» — οι υστερογενείς δίφθογγοι<br />β) «νόθο [[κλάσμα]]» — [[κλάσμα]] του οποίου ο [[αριθμητής]] [[είναι]] μεγαλύτερος από τον παρονομαστή, αλλ. καταχρηστικό [[κλάσμα]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(για ζώα ή φυτά) αυτός που προκύπτει από [[διασταύρωση]] ατόμων τα οποία δεν [[είναι]] γονοτυπικώς όμοια, αλλ. [[υβρίδιο]]<br /><b>μσν.</b><br />[[παράνομος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γεννήθηκε από [[δούλη]] ή [[παλλακίδα]]<br /><b>2.</b> (στην Αθήνα) [[γόνος]] μη Αθηναίων πολιτών ή αυτός του οποίου η [[μητέρα]] μόνο ήταν μη Αθηναία<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ νόθοι</i><br />(στην Αίγυπτο) [[τάξη]] υπηρετών του ναού<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[νόθος]] [[πυρετός]]» — [[πλαστός]], [[φαινομενικός]]<br />β) «[[νόθος]] [[σάλπιγξ]]» — το [[σφύριγμα]] του φιδιού<br />γ) «νόθον [[φέγγος]]» — το φως της σελήνης<br />δ) «[[νόθος]] [[ἱματισμός]]» — η [[ενδυμασία]] της [[πόρνης]]. Επίρ. <i>νόθως</i> (Α)<br />[[ψευδώς]], ανειλικρινώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] της λ. με αρχ. ινδ. <i>andha</i>-<i>h</i> «[[άγνωστος]]» έχει απορριφθεί. Εξίσου αμφίβολη θεωρείται η [[άποψη]] ότι πρόκειται για πελασγική λ.]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''νόθος:''' -η, -ον και -ος, -ον,<br /><b class="num">I.</b> [[νόθος]], [[παιδί]] γεννημένο [[εκτός]] νόμιμου γάμου, δηλ. αυτό που γεννήθηκε από [[δούλη]] ή [[παλλακίδα]], αντίθ. προς το [[γνήσιος]], Λατ. [[legitimus]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.· νόθη [[κούρη]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, [[κίβδηλος]], [[απατηλός]], [[πλαστός]], [[υποβολιμαίος]], [[νόθος]], λέγεται για πρόσ. και για πράγμ., σε Πλάτ. | |||
}} | }} |