Anonymous

νόθος: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νόθος:''' -η, -ον και -ος, -ον,<br /><b class="num">I.</b> [[νόθος]], [[παιδί]] γεννημένο [[εκτός]] νόμιμου γάμου, δηλ. αυτό που γεννήθηκε από [[δούλη]] ή [[παλλακίδα]], αντίθ. προς το [[γνήσιος]], Λατ. [[legitimus]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.· νόθη [[κούρη]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, [[κίβδηλος]], [[απατηλός]], [[πλαστός]], [[υποβολιμαίος]], [[νόθος]], λέγεται για πρόσ. και για πράγμ., σε Πλάτ.
|lsmtext='''νόθος:''' -η, -ον και -ος, -ον,<br /><b class="num">I.</b> [[νόθος]], [[παιδί]] γεννημένο [[εκτός]] νόμιμου γάμου, δηλ. αυτό που γεννήθηκε από [[δούλη]] ή [[παλλακίδα]], αντίθ. προς το [[γνήσιος]], Λατ. [[legitimus]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.· νόθη [[κούρη]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, [[κίβδηλος]], [[απατηλός]], [[πλαστός]], [[υποβολιμαίος]], [[νόθος]], λέγεται για πρόσ. και για πράγμ., σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''νόθος:''' 3, редко<br /><b class="num">1)</b> внебрачный, незаконнорожденный ([[υἱός]] Hom.; παῖδες Her., Plut.): [[κούρη]] Πριάμοιο νόθη Hom. побочная дочь Приама;<br /><b class="num">2)</b> чужеземный: ν. πρὸς μητρός Plut. (Фемистокл был) по матери иноземного происхождения;<br /><b class="num">3)</b> поддельный, подставной, ложный, фальшивый ([[λογισμός]] Plat.; [[φίλος]] Plut.): νόθῃ παιδείᾳ πεπαιδευμένος Plat. не получивший настоящего воспитания;<br /><b class="num">4)</b> подложный (sc. Πλάτωνος [[διάλογος]] Anth.).
}}
}}