Anonymous

ἀνεξάλειπτος: Difference between revisions

From LSJ
3
(4)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀνεξάλειπτος]], -ον)<br />αυτός που δεν εξαλείφθηκε ή δεν μπορεί να εξαλειφθεί, [[ανεξίτηλος]].
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀνεξάλειπτος]], -ον)<br />αυτός που δεν εξαλείφθηκε ή δεν μπορεί να εξαλειφθεί, [[ανεξίτηλος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνεξάλειπτος:''' -ον ([[ἐξαλείφω]]), μη εξαλειφόμενος, [[απαράγραπτος]], σε Ισοκρ., Πλούτ.
}}
}}