Anonymous

ἀνεξάλειπτος: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνεξάλειπτος:''' -ον ([[ἐξαλείφω]]), μη εξαλειφόμενος, [[απαράγραπτος]], σε Ισοκρ., Πλούτ.
|lsmtext='''ἀνεξάλειπτος:''' -ον ([[ἐξαλείφω]]), μη εξαλειφόμενος, [[απαράγραπτος]], σε Ισοκρ., Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνεξάλειπτος:''' неизгладимый, незабываемый (τιμαί Isocr.; τῆς δυσγενείας ὀνείδη Plut.).
}}
}}