Anonymous

ἀνόσιος: Difference between revisions

From LSJ
3
(4)
(3)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ια, -ιο (AM [[ἀνόσιος]], -ον κ. -ιος, -ία, -ιον)<br />[[ανίερος]], [[μιαρός]], [[αποτρόπαιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πρόσωπα) [[βέβηλος]], [[ασεβής]], [[παραβάτης]] των θείων νόμων<br /><b>2.</b> (για νεκρούς) [[εκείνος]] στον οποίο δεν προσφέρθηκαν οι τιμές της ταφής.
|mltxt=-ια, -ιο (AM [[ἀνόσιος]], -ον κ. -ιος, -ία, -ιον)<br />[[ανίερος]], [[μιαρός]], [[αποτρόπαιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πρόσωπα) [[βέβηλος]], [[ασεβής]], [[παραβάτης]] των θείων νόμων<br /><b>2.</b> (για νεκρούς) [[εκείνος]] στον οποίο δεν προσφέρθηκαν οι τιμές της ταφής.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνόσιος:''' -ον και -α, -ον, [[ανίερος]], [[βέβηλος]], [[μιαρός]], Λατ. [[profanus]], λέγεται για πρόσωπα και πράγματα, σε Ηρόδ., Αττ.· [[ἀνόσιος]] [[νέκυς]], [[νεκρός]] που δεν του έχουν αποδοθεί οι καθιερωμένες νεκρικές τιμές, σε Σοφ.· επίρρ. <i>-ίως</i>, κατά τρόπο ανόσιο, στον ίδ.· [[χωρίς]] νεκρικές τελετές, σε Ευρ.
}}
}}