Anonymous

ἀνόσιος: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνόσιος:''' -ον και -α, -ον, [[ανίερος]], [[βέβηλος]], [[μιαρός]], Λατ. [[profanus]], λέγεται για πρόσωπα και πράγματα, σε Ηρόδ., Αττ.· [[ἀνόσιος]] [[νέκυς]], [[νεκρός]] που δεν του έχουν αποδοθεί οι καθιερωμένες νεκρικές τιμές, σε Σοφ.· επίρρ. <i>-ίως</i>, κατά τρόπο ανόσιο, στον ίδ.· [[χωρίς]] νεκρικές τελετές, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀνόσιος:''' -ον και -α, -ον, [[ανίερος]], [[βέβηλος]], [[μιαρός]], Λατ. [[profanus]], λέγεται για πρόσωπα και πράγματα, σε Ηρόδ., Αττ.· [[ἀνόσιος]] [[νέκυς]], [[νεκρός]] που δεν του έχουν αποδοθεί οι καθιερωμένες νεκρικές τιμές, σε Σοφ.· επίρρ. <i>-ίως</i>, κατά τρόπο ανόσιο, στον ίδ.· [[χωρίς]] νεκρικές τελετές, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνόσιος:''' 2, редко 3<br /><b class="num">1)</b> нечестивый, бесчестный, преступный, кощунственный ([[ἀνήρ]] Her., Trag., Xen., Plat.; ἔργα Her., [[στόμα]] Soph.; [[συμφορά]] Eur.): τὰ ἀνόσια (sc. ἔπη или ἔργα) Xen. бесчестные слова или дела;<br /><b class="num">2)</b> непогребенный по священным обрядам ([[νέκυς]] Soph.).
}}
}}