Anonymous

ἀνούατος: Difference between revisions

From LSJ
3
(4)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνούατος]], -ον (Α) [[ους]]<br />ο [[χωρίς]] αφτιά.
|mltxt=[[ἀνούατος]], -ον (Α) [[ους]]<br />ο [[χωρίς]] αφτιά.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνούᾰτος:''' -ον ([[οὖς]]), αυτός που δεν έχει [[αυτί]], [[χωρίς]] [[χερούλι]], σε Θεόκρ.
}}
}}