Anonymous

ἀνούατος: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνούᾰτος:''' -ον ([[οὖς]]), αυτός που δεν έχει [[αυτί]], [[χωρίς]] [[χερούλι]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ἀνούᾰτος:''' -ον ([[οὖς]]), αυτός που δεν έχει [[αυτί]], [[χωρίς]] [[χερούλι]], σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνούᾰτος:''' безухий ([[ξόανον]] Theocr.).
}}
}}