Anonymous

πομπεύω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πομπεύω:''' ([[πομπή]]), Ιων. παρατ. <i>πομπεύεσκον</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[προπέμπω]], [[συνοδεύω]], π.χ. ως [[οδηγός]], σε Ομήρ. Οδ.· Ἑρμοῦ τέχνην [[πομπεύω]], [[χρησιμοποιώ]] την [[τέχνη]] της συνοδείας του Ερμή, σε Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[οδηγώ]] σε [[ιερή]] [[πομπή]], [[πομπεύω]] πομπήν, Λατ. pompam ducere, [[παρά]] Δημ. — Παθ., οδηγούμαι σε θρίαμβο (στη [[Ρώμη]]), σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[πορεύομαι]] σε [[πομπή]], σε Δημ., Θεόκρ.<br /><b class="num">III.</b> [[υβρίζω]] με χυδαία σκώμματα (πρβλ. [[πομπεία]] II), σε Δημ.
|lsmtext='''πομπεύω:''' ([[πομπή]]), Ιων. παρατ. <i>πομπεύεσκον</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[προπέμπω]], [[συνοδεύω]], π.χ. ως [[οδηγός]], σε Ομήρ. Οδ.· Ἑρμοῦ τέχνην [[πομπεύω]], [[χρησιμοποιώ]] την [[τέχνη]] της συνοδείας του Ερμή, σε Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[οδηγώ]] σε [[ιερή]] [[πομπή]], [[πομπεύω]] πομπήν, Λατ. pompam ducere, [[παρά]] Δημ. — Παθ., οδηγούμαι σε θρίαμβο (στη [[Ρώμη]]), σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[πορεύομαι]] σε [[πομπή]], σε Δημ., Θεόκρ.<br /><b class="num">III.</b> [[υβρίζω]] με χυδαία σκώμματα (πρβλ. [[πομπεία]] II), σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''πομπεύω:''' (эп. impf. πόμπευον - Theocr. πομπεύεσκον)<br /><b class="num">1)</b> сопровождать, провожать (τινά Hom.);<br /><b class="num">2)</b> исполнять обязанности вестника: Ἑρμοῦ τέχνην π. Soph. исполнять обязанности Гермеса-вестника;<br /><b class="num">3)</b> нести или вести в торжественной процессии (τὸ [[σῶμα]] δι᾽ ἀγορᾶς πομπευθέν Plut.);<br /><b class="num">4)</b> шествовать в процессии (ἐπὶ τὸν τῆς Ἀθηνᾶς [[νεών]] Polyb.): π. πομπήν Dem., Polyb. совершать шествие;<br /><b class="num">5)</b> важничать, торжествовать (πομπεύσεις [[τότε]], ὡς [[μέγα]] [[ἔργον]] ἐργασάμενος Luc.);<br /><b class="num">6)</b> (см. [[πομπεία]]<br /><b class="num">2)</b> насмехаться, издеваться Dem.
}}
}}