Anonymous

ἀποκοπή: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἀποκοπή]]) [[αποκόπτω]]<br /><b>1.</b> το [[κόψιμο]], η [[αφαίρεση]] με [[κόψιμο]]<br /><b>2.</b> <b>(Γραμμ.)</b> [[μορφή]] σίγησης φωνήεντος, η οποία υπάγεται στο [[φαινόμενο]] της αποβολής<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> καθορισμένο [[ποσό]], [[τιμή]]<br /><b>2.</b> [[αμοιβή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «κατ' αποκοπήν» — με υπολογισμό της αμοιβής εκ των προτέρων<br /><b>2.</b> «[[παίρνω]] ([[κάτι]]) κατ' αποκοπήν» ή «το [[πήρα]] [[αποκοπή]]» — [[ασχολούμαι]] αποκλειστικά με [[κάτι]]<br /><b>μσν.</b><br />[[εγγύηση]]<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. 1. [[αφαίρεση]], [[απόσπαση]]<br /><b>2.</b> (για [[περιοχή]]) απότομο, απόκρημνο [[τέρμα]]<br /><b>3.</b> (για ασθένειες) απότομη [[εξάλειψη]], [[θεραπεία]]<br />II. <b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «χρεῶν [[ἀποκοπή]]» — [[εξάλειψη]] των [[χρεών]]<br /><b>2.</b> «ῥυθμοῡ [[ἀποκοπή]]» — [[διατάραξη]] του ρυθμού<br /><b>3.</b> «ἐξ ἀποκοπῆς» — απότομα<br /><b>4.</b> «[[ἀποκοπή]] φωνῆς» — η [[απώλεια]] της φωνής.
|mltxt=η (AM [[ἀποκοπή]]) [[αποκόπτω]]<br /><b>1.</b> το [[κόψιμο]], η [[αφαίρεση]] με [[κόψιμο]]<br /><b>2.</b> <b>(Γραμμ.)</b> [[μορφή]] σίγησης φωνήεντος, η οποία υπάγεται στο [[φαινόμενο]] της αποβολής<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> καθορισμένο [[ποσό]], [[τιμή]]<br /><b>2.</b> [[αμοιβή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «κατ' αποκοπήν» — με υπολογισμό της αμοιβής εκ των προτέρων<br /><b>2.</b> «[[παίρνω]] ([[κάτι]]) κατ' αποκοπήν» ή «το [[πήρα]] [[αποκοπή]]» — [[ασχολούμαι]] αποκλειστικά με [[κάτι]]<br /><b>μσν.</b><br />[[εγγύηση]]<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. 1. [[αφαίρεση]], [[απόσπαση]]<br /><b>2.</b> (για [[περιοχή]]) απότομο, απόκρημνο [[τέρμα]]<br /><b>3.</b> (για ασθένειες) απότομη [[εξάλειψη]], [[θεραπεία]]<br />II. <b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «χρεῶν [[ἀποκοπή]]» — [[εξάλειψη]] των [[χρεών]]<br /><b>2.</b> «ῥυθμοῡ [[ἀποκοπή]]» — [[διατάραξη]] του ρυθμού<br /><b>3.</b> «ἐξ ἀποκοπῆς» — απότομα<br /><b>4.</b> «[[ἀποκοπή]] φωνῆς» — η [[απώλεια]] της φωνής.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποκοπή:''' ἡ ([[ἀποκόπτω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[αποκοπή]], σε Αισχύλ.· ἀποκοπὴ [[χρεῶν]], το Ρωμ. tabulae novae, η [[παραγραφή]] όλων των οφειλών, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> στη Γραμμ., [[αποκοπή]], δηλ. η [[αποκοπή]] ενός ή περισσοτέρων γραμμάτων, [[ιδίως]] από το [[τέλος]] της λέξης.
}}
}}