Anonymous

ἀποκοπή: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποκοπή:''' ἡ ([[ἀποκόπτω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[αποκοπή]], σε Αισχύλ.· ἀποκοπὴ [[χρεῶν]], το Ρωμ. tabulae novae, η [[παραγραφή]] όλων των οφειλών, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> στη Γραμμ., [[αποκοπή]], δηλ. η [[αποκοπή]] ενός ή περισσοτέρων γραμμάτων, [[ιδίως]] από το [[τέλος]] της λέξης.
|lsmtext='''ἀποκοπή:''' ἡ ([[ἀποκόπτω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[αποκοπή]], σε Αισχύλ.· ἀποκοπὴ [[χρεῶν]], το Ρωμ. tabulae novae, η [[παραγραφή]] όλων των οφειλών, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> στη Γραμμ., [[αποκοπή]], δηλ. η [[αποκοπή]] ενός ή περισσοτέρων γραμμάτων, [[ιδίως]] από το [[τέλος]] της λέξης.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποκοπή:''' ἡ<b class="num">1)</b> отсечение, отрубание ([[κρατός]] Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> отмена или уменьшение ([[χρεῶν]] Dem., Plut.);<br /><b class="num">3)</b> обрывистый край (ἀποκοπαὶ πεδίων Plut.);<br /><b class="num">4)</b> грам. усечение (окончания) Arst.
}}
}}