3,277,121
edits
(39) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜA<br />[[ανεβαίνω]] σε κάποιον [[μαζί]] ή συγχρόνως με άλλον («ὁ [[σαργὸς]]... τοὺς ἀσθενεστέρους ἑαυτοῡ κωλύει συνεπιβαίνειν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιχειρώ]] [[κάτι]] από κοινού με άλλον, [[συμμετέχω]] σε [[επιχείρηση]] ή σε [[υπόθεση]]<br /><b>2.</b> [[καταπατώ]] [[επίσης]]<br /><b>3.</b> [[κάνω]] κάποιον να ανέβει [[κάπου]] («πύργοις ἀκοντιστὰς συνεπιβήσας», <b>Ιώσ.</b>). | |mltxt=ΜA<br />[[ανεβαίνω]] σε κάποιον [[μαζί]] ή συγχρόνως με άλλον («ὁ [[σαργὸς]]... τοὺς ἀσθενεστέρους ἑαυτοῡ κωλύει συνεπιβαίνειν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιχειρώ]] [[κάτι]] από κοινού με άλλον, [[συμμετέχω]] σε [[επιχείρηση]] ή σε [[υπόθεση]]<br /><b>2.</b> [[καταπατώ]] [[επίσης]]<br /><b>3.</b> [[κάνω]] κάποιον να ανέβει [[κάπου]] («πύργοις ἀκοντιστὰς συνεπιβήσας», <b>Ιώσ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συνεπιβαίνω:''' μέλ. -[[βήσομαι]], [[ανεβαίνω]], επιβιβάζομαι, [[επιβαίνω]] από κοινού, <i>τοῦ τείχους</i>, στο [[τείχος]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |