συνεπιβαίνω
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
A mount together, Arist.HA591b21; τοῦ τείχους on the wall, Plu.TG4; mount a ladder together, Plb.10.13.8.
II enter upon or undertake along with, τινι Antipho 2.2.13.
III trample on as well, σ. ἐν ταῖς συμφοραῖς τινι J.BJ1.24.8.
IV trans., aor. 1 part. -βήσας, cause to mount, πύργοις ἀκοντιστάς ib.3.7.30.
French (Bailly abrégé)
monter ensemble sur, gén..
Étymologie: σύν, ἐπιβαίνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-επιβαίνω samen (met...) beklimmen, met gen. en dat. iets met iem.. Plut. TG et CG 4.6. samen opstaan. Men. Dysc. 954 (nl. met ons).
German (Pape)
(βαίνω), mit hinein-, hinan-, hinaufsteigen, die Leiter, Pol. 10.13.8; – übertragen, sich auf Etwas einlassen, mit auf Etwas eingehen, τῇ ἐπιθέσει Antiph. 2 β 13.
Russian (Dvoretsky)
συνεπιβαίνω:
1 вместе восходить, подниматься Arst.: σ. τοῦ τείχους τινί Plut. восходить с кем-л. на (городскую) стену;
2 подниматься по лестнице Polyb.
Greek Monolingual
ΜA
ανεβαίνω σε κάποιον μαζί ή συγχρόνως με άλλον («ὁ σαργὸς... τοὺς ἀσθενεστέρους ἑαυτοῦ κωλύει συνεπιβαίνειν», Αριστοτ.)
αρχ.
1. επιχειρώ κάτι από κοινού με άλλον, συμμετέχω σε επιχείρηση ή σε υπόθεση
2. καταπατώ επίσης
3. κάνω κάποιον να ανέβει κάπου («πύργοις ἀκοντιστὰς συνεπιβήσας», Ιώσ.).
Greek Monotonic
συνεπιβαίνω: μέλ. -βήσομαι, ανεβαίνω, επιβιβάζομαι, επιβαίνω από κοινού, τοῦ τείχους, στο τείχος, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπιβαίνω: ἐπιβαίνω ὁμοῦ, «ὁ σάργος... τοὺς ἀσθενεστέρους ἑαυτοῦ κωλύει συνεπιβαίνειν» Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 31· τοῦ τείχους, ἐπὶ τοῦ τείχους, Πλουτ. Τ. Γράκχ. 4· ἀναβαίνω ὁμοῦ κλίμακα, Πολύβ. 10. 13, 8. ΙΙ. ἐπιχειρῶ τι ὁμοῦ μετά τινος, τινί τι Ἀντιφῶν 117. 41.
Middle Liddell
fut. -βήσομαι
to mount together, τοῦ τείχους on the wall, Plut.