Anonymous

συνεπιβαίνω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνεπιβαίνω:''' μέλ. -[[βήσομαι]], [[ανεβαίνω]], επιβιβάζομαι, [[επιβαίνω]] από κοινού, <i>τοῦ τείχους</i>, στο [[τείχος]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''συνεπιβαίνω:''' μέλ. -[[βήσομαι]], [[ανεβαίνω]], επιβιβάζομαι, [[επιβαίνω]] από κοινού, <i>τοῦ τείχους</i>, στο [[τείχος]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''συνεπιβαίνω:''' <b class="num">1)</b> вместе восходить, подниматься Arst.: σ. τοῦ τείχους τινί Plut. восходить с кем-л. на (городскую) стену;<br /><b class="num">2)</b> подниматься по лестнице Polyb.
}}
}}