3,274,522
edits
(6_20) |
(6) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσεκτέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[προσέχω]], δεῖ προσέχειν, τὸν νοῦν ἡμῖν αὐτοῖς Πλάτ. Μένων 96D, πρβλ. Ἰσοκρ. 410Β· ἀπολ., τινί, εἴς τι [[πρᾶγμα]], Πλάτ. Δημόδ. 384Ε· λόγοις Αἰσχίν. 16, 43· πρβλ. Πολύβ. 1. 64, 2. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προσεκτέα· σπουδαστέα». | |lstext='''προσεκτέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[προσέχω]], δεῖ προσέχειν, τὸν νοῦν ἡμῖν αὐτοῖς Πλάτ. Μένων 96D, πρβλ. Ἰσοκρ. 410Β· ἀπολ., τινί, εἴς τι [[πρᾶγμα]], Πλάτ. Δημόδ. 384Ε· λόγοις Αἰσχίν. 16, 43· πρβλ. Πολύβ. 1. 64, 2. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προσεκτέα· σπουδαστέα». | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προσεκτέον:''' ρημ. επίθ. του [[προσέχω]], αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να επικολλήσει, να εφαρμόσει, σε Πλάτ.· απόλ., αυτός που πρέπει να προσέχει, <i>τινί</i>, σ' ένα [[πράγμα]], σε Αισχίν. | |||
}} | }} |