Anonymous

προσεκτέον: Difference between revisions

From LSJ
6
(6_20)
(6)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσεκτέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[προσέχω]], δεῖ προσέχειν, τὸν νοῦν ἡμῖν αὐτοῖς Πλάτ. Μένων 96D, πρβλ. Ἰσοκρ. 410Β· ἀπολ., τινί, εἴς τι [[πρᾶγμα]], Πλάτ. Δημόδ. 384Ε· λόγοις Αἰσχίν. 16, 43· πρβλ. Πολύβ. 1. 64, 2. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προσεκτέα· σπουδαστέα».
|lstext='''προσεκτέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[προσέχω]], δεῖ προσέχειν, τὸν νοῦν ἡμῖν αὐτοῖς Πλάτ. Μένων 96D, πρβλ. Ἰσοκρ. 410Β· ἀπολ., τινί, εἴς τι [[πρᾶγμα]], Πλάτ. Δημόδ. 384Ε· λόγοις Αἰσχίν. 16, 43· πρβλ. Πολύβ. 1. 64, 2. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προσεκτέα· σπουδαστέα».
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσεκτέον:''' ρημ. επίθ. του [[προσέχω]], αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να επικολλήσει, να εφαρμόσει, σε Πλάτ.· απόλ., αυτός που πρέπει να προσέχει, <i>τινί</i>, σ' ένα [[πράγμα]], σε Αισχίν.
}}
}}