προσεκτέον

From LSJ

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεκτέον Medium diacritics: προσεκτέον Low diacritics: προσεκτέον Capitals: ΠΡΟΣΕΚΤΕΟΝ
Transliteration A: prosektéon Transliteration B: prosekteon Transliteration C: prosekteon Beta Code: prosekte/on

English (LSJ)

(προσέχω)
A one must apply, τὸν νοῦν ἡμῖν αὐτοῖς Pl. Men.96d, cf. Isoc.Ep.2.17: abs., one must attend, τινι to a thing, Pl. Demod.384e; λόγοις Aeschin.1.119, cf. Plb.1.64.2; Σοφοκλεῖ Plu. Phoc.1; one must notice, πῶς.. Iamb.in Nic.p.69 P.
2 one must agree with, τινι Str.7.3.6, cf. Sor.1.56.
II προσεκτέος, α, ον, to be taken into consideration, π. οἱ τρόποι Vett. Val.332.22.

Russian (Dvoretsky)

προσεκτέον: adj. verb. к προσέχω.

Greek (Liddell-Scott)

προσεκτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ προσέχω, δεῖ προσέχειν, τὸν νοῦν ἡμῖν αὐτοῖς Πλάτ. Μένων 96D, πρβλ. Ἰσοκρ. 410Β· ἀπολ., τινί, εἴς τι πρᾶγμα, Πλάτ. Δημόδ. 384Ε· λόγοις Αἰσχίν. 16, 43· πρβλ. Πολύβ. 1. 64, 2. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προσεκτέα· σπουδαστέα».

Greek Monotonic

προσεκτέον: ρημ. επίθ. του προσέχω, αυτό που πρέπει κάποιος να επικολλήσει, να εφαρμόσει, σε Πλάτ.· απόλ., αυτός που πρέπει να προσέχει, τινί, σ' ένα πράγμα, σε Αισχίν.