Anonymous

προσεκτέον: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσεκτέον:''' ρημ. επίθ. του [[προσέχω]], αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να επικολλήσει, να εφαρμόσει, σε Πλάτ.· απόλ., αυτός που πρέπει να προσέχει, <i>τινί</i>, σ' ένα [[πράγμα]], σε Αισχίν.
|lsmtext='''προσεκτέον:''' ρημ. επίθ. του [[προσέχω]], αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να επικολλήσει, να εφαρμόσει, σε Πλάτ.· απόλ., αυτός που πρέπει να προσέχει, <i>τινί</i>, σ' ένα [[πράγμα]], σε Αισχίν.
}}
{{elru
|elrutext='''προσεκτέον:''' adj. verb. к [[προσέχω]].
}}
}}