Anonymous

ζωγρία: Difference between revisions

From LSJ
4
(16)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ζωγρία]] και ιων. τ. ζωγρίη, ἡ (Α) [[ζωγρώ]]<br /><b>1.</b> η [[σύλληψη]] ενός ζωντανού, η αιχμαλώτισή του<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ζωγρία]] [[αποβάλλω]] τινά» — [[χάνω]] κάποιον [[επειδή]] συνελήφθη.
|mltxt=[[ζωγρία]] και ιων. τ. ζωγρίη, ἡ (Α) [[ζωγρώ]]<br /><b>1.</b> η [[σύλληψη]] ενός ζωντανού, η αιχμαλώτισή του<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ζωγρία]] [[αποβάλλω]] τινά» — [[χάνω]] κάποιον [[επειδή]] συνελήφθη.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ζωγρία:''' Ιων. -ίη, ἡ, το να συλλαμβάνεται [[κάποιος]] [[ζωντανός]] (και [[συνήθως]] η [[μετέπειτα]] [[αιχμαλωσία]] του)· <i>ζωγρίῃ λαμβάνειν</i> ή <i>αἱρέειν = ζωγρεῖν</i>, σε Ηρόδ.
}}
}}