ζωγρία

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζωγρία Medium diacritics: ζωγρία Low diacritics: ζωγρία Capitals: ΖΩΓΡΙΑ
Transliteration A: zōgría Transliteration B: zōgria Transliteration C: zogria Beta Code: zwgri/a

English (LSJ)

Ion. ζωγρίη, ἡ, taking alive, ζωγρίῃ λαβεῖν or ζωγρίῃ αἱρέειν, = ζωγρεῖν, Hdt.6.28,37; συλλαβεῖν SIG700.30 (Macedonia, ii B.C.) ζωγρία ἐγκρατὴς or κύριος γενέσθαι τινὸς, Plb.1.9.8, 1.79.4; ζωγρίῃ ἀνάγεσθαι or ζωγρίῃ εἰσανάγεσθαι, Str.11.11.6, Plb.1.82.2; ζ. ἀποβαλεῖν τινα to lose him by his being captured, ib.15.2, Str.8.4.2; ζ. ἁλῶναι Plb.5.86.5.

German (Pape)

[Seite 1142] ἡ, = ζωγρεία, ζωγρίῃ λαβεῖν, αἱρεῖν, Her. 6, 28. 37 u. Sp., wie Strab. VII, 302 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
capture d'un prisonnier vivant : ζωγρίῃ λαβεῖν τινα HDT ou ζωγρίῃ αἱρέειν HDT prendre qqn vivant.
Étymologie: ζωγρέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζωγρία -ας, ἡ, Ion. ζωγρίη [ζωγρέω] gevangenneming; uitdr.. ζωγρίᾳ λαμβάνειν of ζωγρίᾳ αἱρεῖν = levend gevangen nemen.

Russian (Dvoretsky)

ζωγρία: ион. ζωγρίη ἡ Her., Polyb. = ζωγρεία.

Greek Monolingual

ζωγρία και ιων. τ. ζωγρίη, ἡ (Α) ζωγρώ
1. η σύλληψη ενός ζωντανού, η αιχμαλώτισή του
2. φρ. «ζωγρία αποβάλλω τινά» — χάνω κάποιον επειδή συνελήφθη.

Greek Monotonic

ζωγρία: Ιων. -ίη, ἡ, το να συλλαμβάνεται κάποιος ζωντανός (και συνήθως η μετέπειτα αιχμαλωσία του)· ζωγρίῃ λαμβάνειν ή αἱρέειν = ζωγρεῖν, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

ζωγρία: Ἰων. -ίη, ἡ, τὸ συλλαμβάνειν τινὰ ζῶντα, ζωγρίῃ λαμβάνειν, αἱρέειν = ζωγρεῖν Ἡρόδ. 6. 28, 37· ζωγρίᾳ ἐγκρατὴς ἢ κύριος γίγνομαί τινος Πολύβ. 1. 9, 8., 1. 79, 4· ζωγρίᾳ ἀνάγεσθαι ἢ εἰσανάγεσθαι Στράβων 518, Πολύβ, 1. 82, 2· ζ. ἀποβάλλω τινά, χάνω τινὰ συλληφθέντα, ὁ αὐτ. 1. 15, 2, Στράβων 359· ζ. ἁλῶναι Πολύβ. 5. 86, 5.

Middle Liddell

ζωγρία, ἡ,
a taking alive, ζωγρίῃ λαμβάνειν or αἱρέειν = ζωγρεῖν, Hdt.