Anonymous

δειπνίζω: Difference between revisions

From LSJ
3
(8)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[δειπνίζω]]) [[δείπνον]]<br />[[παραθέτω]] [[δείπνο]] σε κάποιον, [[καλώ]] κάποιον σε [[δείπνο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δειπνώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />«βοὰς δεδειπνισμένων θεατῶν» — επιδοκιμασίες θεατών οι οποίοι έχουν εξαγοραστεί με προσκλήσεις σε δείπνα.
|mltxt=(AM [[δειπνίζω]]) [[δείπνον]]<br />[[παραθέτω]] [[δείπνο]] σε κάποιον, [[καλώ]] κάποιον σε [[δείπνο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δειπνώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />«βοὰς δεδειπνισμένων θεατῶν» — επιδοκιμασίες θεατών οι οποίοι έχουν εξαγοραστεί με προσκλήσεις σε δείπνα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δειπνίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ιῶ</i>, αόρ. αʹ <i>ἐδείπνισα</i>, Επικ. μτχ. <i>δειπνίσσας</i>, [[δεξιώνομαι]], κάνω το [[τραπέζι]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
}}
}}