Anonymous

δειπνίζω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δειπνίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ιῶ</i>, αόρ. αʹ <i>ἐδείπνισα</i>, Επικ. μτχ. <i>δειπνίσσας</i>, [[δεξιώνομαι]], κάνω το [[τραπέζι]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
|lsmtext='''δειπνίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ιῶ</i>, αόρ. αʹ <i>ἐδείπνισα</i>, Επικ. μτχ. <i>δειπνίσσας</i>, [[δεξιώνομαι]], κάνω το [[τραπέζι]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''δειπνίζω:''' угощать обедом Hom., Her., Xen.: δεδειπνισμένοι Plut. пообедавшие на чужой счет.
}}
}}