3,273,446
edits
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>βλ.</b> [[εισδύω]]. | |mltxt=<b>βλ.</b> [[εισδύω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εἰσδύνω:''' [ῡ], και ως αποθ. εἰσ-[[δύομαι]] (βλ. [[δύω]])· μέλ. -[[δύσομαι]], με Ενεργ. αόρ. βʹ <i>-έδῡν</i>, παρακ. <i>-δέδῡκα</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[μπαίνω]] ή [[εισέρχομαι]], μαζί με <i>εἰς</i>, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[κατέρχομαι]], Λατ. subire, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· λέγεται για συναισθήματα, <i>εἰσέδυ μεμνήμη κακῶν</i>, σε Σοφ.· επίσης με δοτ., δεινόν τι ἐσέδυνέ [[σφι]], [[φόβος]] [[μεγάλος]] τους κυρίευσε, σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |