3,277,218
edits
(45) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ερος, και δωρ. τ. [[φρατήρ]], -ήρος, και ιων. τ. [[φρήτηρ]], -ος, και [[φράτωρ]], -[[ορός]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[μέλος]] φράτρας<br /><b>2.</b> [[είδος]] μικρού πτηνού («τὸ [[γένος]] κοσσύφων [[φράτωρ]]», Αιλ.)<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἀδελφός]]»<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «φύω φράτερας» — [[ωριμάζω]] ως [[πολίτης]], [[γίνομαι]] ώριμος [[πολιτικά]] (<b>Αριστοφ.</b>)<br />β) «φράτερες τριωβόλου» — οι Αθηναίοι δικαστές (<b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>bhr</i><i>ā</i><i>ter</i>- «[[αδελφός]], [[συγγενής]] εξ αίματος» και συνδέεται με: αρχ. ινδ. <i>bhr</i><i>ā</i><i>tar</i>-, αβεστ. <i>br</i><i>ā</i><i>tar</i>-, λατ. <i>frater</i> (<b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>frere</i>, ιταλ. <i>fratello</i>), γοτθ. <i>br</i><i>ō</i><i>par</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>bruoder</i> (<b>πρβλ.</b> γερμ. <i>Bruder</i>), αγγλοσαξ. <i>br</i><i>ō</i><i>por</i>, αρχ. ιρλδ. <i>br</i><i>ā</i><i>th</i>(<i>a</i>)<i>ir</i> (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>brother</i>). Αξιοσημείωτο [[είναι]], [[ωστόσο]], το [[γεγονός]] ότι η λ. αυτή, η οποία απαντά στις υπόλοιπες ΙΕ γλώσσες με την αρχική σημ. «[[αδελφός]]», στην Ελληνική (με [[εξαίρεση]] τους δύο τ. του <b>Ησύχ.</b>: [[φράτωρ]]<br />[[ἀδελφός]] και [[φρήτηρ]]<br />[[ἀδελφός]]) δεν διατήρησε τη σημ. αυτή, [[αλλά]] χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τα [[μέλη]] μιας φατρίας, μιας αδελφότητας, τα οποία συνδέονταν [[μεταξύ]] τους με φυλετικούς ή, [[συχνά]], και οικογενειακούς δεσμούς, [[κυρίως]] όμως με σχέσεις αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας. Χαρακτηριστικό [[είναι]] [[επίσης]] ότι η σημασιολογική αυτή [[εξέλιξη]], η οποία είχε πιθ. συντελεστεί ήδη στην ΙΕ, συνοδεύθηκε στην Ελληνική και με ορισμένες μορφολογικές διαφοροποιήσεις του τ. [[φράτηρ]] ως [[προς]] τον τονισμό και την [[κλίση]] σε [[σχέση]] με άλλες λ. που δηλώνουν πρόσωπα συγγενικά, <b>πρβλ.</b> [[φράτηρ]], <i>φράτερος</i>, <i>φράτερες</i>, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα [[πατήρ]]: <i>πατρός</i>: <i>πατέρες</i>, [[μήτηρ]]: <i>μητρός</i>: <i>μητέρες</i> κ.λπ. Τέλος, παρλλ. [[προς]] τον τ. [[φράτηρ]] απαντά και ο τ. [[φράτωρ]], -<i>ορος</i>, με [[κλίση]] [[κατά]] τα αρσ. σε -<i>ωρ</i>, -<i>ορος</i> (<b>πρβλ.</b> [[ῥήτωρ]], -<i>ορος</i>)]. | |mltxt=-ερος, και δωρ. τ. [[φρατήρ]], -ήρος, και ιων. τ. [[φρήτηρ]], -ος, και [[φράτωρ]], -[[ορός]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[μέλος]] φράτρας<br /><b>2.</b> [[είδος]] μικρού πτηνού («τὸ [[γένος]] κοσσύφων [[φράτωρ]]», Αιλ.)<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἀδελφός]]»<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «φύω φράτερας» — [[ωριμάζω]] ως [[πολίτης]], [[γίνομαι]] ώριμος [[πολιτικά]] (<b>Αριστοφ.</b>)<br />β) «φράτερες τριωβόλου» — οι Αθηναίοι δικαστές (<b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>bhr</i><i>ā</i><i>ter</i>- «[[αδελφός]], [[συγγενής]] εξ αίματος» και συνδέεται με: αρχ. ινδ. <i>bhr</i><i>ā</i><i>tar</i>-, αβεστ. <i>br</i><i>ā</i><i>tar</i>-, λατ. <i>frater</i> (<b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>frere</i>, ιταλ. <i>fratello</i>), γοτθ. <i>br</i><i>ō</i><i>par</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>bruoder</i> (<b>πρβλ.</b> γερμ. <i>Bruder</i>), αγγλοσαξ. <i>br</i><i>ō</i><i>por</i>, αρχ. ιρλδ. <i>br</i><i>ā</i><i>th</i>(<i>a</i>)<i>ir</i> (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>brother</i>). Αξιοσημείωτο [[είναι]], [[ωστόσο]], το [[γεγονός]] ότι η λ. αυτή, η οποία απαντά στις υπόλοιπες ΙΕ γλώσσες με την αρχική σημ. «[[αδελφός]]», στην Ελληνική (με [[εξαίρεση]] τους δύο τ. του <b>Ησύχ.</b>: [[φράτωρ]]<br />[[ἀδελφός]] και [[φρήτηρ]]<br />[[ἀδελφός]]) δεν διατήρησε τη σημ. αυτή, [[αλλά]] χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τα [[μέλη]] μιας φατρίας, μιας αδελφότητας, τα οποία συνδέονταν [[μεταξύ]] τους με φυλετικούς ή, [[συχνά]], και οικογενειακούς δεσμούς, [[κυρίως]] όμως με σχέσεις αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας. Χαρακτηριστικό [[είναι]] [[επίσης]] ότι η σημασιολογική αυτή [[εξέλιξη]], η οποία είχε πιθ. συντελεστεί ήδη στην ΙΕ, συνοδεύθηκε στην Ελληνική και με ορισμένες μορφολογικές διαφοροποιήσεις του τ. [[φράτηρ]] ως [[προς]] τον τονισμό και την [[κλίση]] σε [[σχέση]] με άλλες λ. που δηλώνουν πρόσωπα συγγενικά, <b>πρβλ.</b> [[φράτηρ]], <i>φράτερος</i>, <i>φράτερες</i>, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα [[πατήρ]]: <i>πατρός</i>: <i>πατέρες</i>, [[μήτηρ]]: <i>μητρός</i>: <i>μητέρες</i> κ.λπ. Τέλος, παρλλ. [[προς]] τον τ. [[φράτηρ]] απαντά και ο τ. [[φράτωρ]], -<i>ορος</i>, με [[κλίση]] [[κατά]] τα αρσ. σε -<i>ωρ</i>, -<i>ορος</i> (<b>πρβλ.</b> [[ῥήτωρ]], -<i>ορος</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φράτηρ:''' [ᾱ], γεν. <i>φράτερος</i>, (Δωρ. φρᾶτήρ. Ιων. [[φρήτηρ]]), ή [[φράτωρ]], <i>φράτορος</i>, <i>ὁ</i>, ([[φράτρα]]), ένα [[μέλος]] της <i>φράτρας</i>· σε πληθ., αυτοί που ανήκουν στην [[ίδια]] [[φράτρα]], [[μέλη]] της ίδιας ομάδας, σε Αισχύλ., Αριστοφ.· <i>εἰσάγειν τὸν υἱὸν εἰς τοὺς φράτερας</i> (αυτό γινόταν όταν το [[παιδί]] ενηλικιωνόταν), σε Αριστοφ.· <i>ἐγγράφειν τινὰ εἰς τοὺς φράτερας</i>, σε Ισαίο· <i>οὐκ ἔφυσε φράτερας</i> (βλ. [[φραστήρ]]), δεν έβγαλε τα [[πολιτικά]] του δόντια, δεν είναι [[αληθινός]] [[πολίτης]], σε Αριστοφ.· <i>φράτερες τριωβόλου</i>, [[μέλη]] της ομάδας των Αθηναίων δικαστών, στον ίδ. | |||
}} | }} |