Anonymous

κεκάλυμμαι: Difference between revisions

From LSJ
5
(Bailly1_3)
 
(5)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=v. [[καλύπτω]].
|btext=v. [[καλύπτω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κεκάλυμμαι:''' Παθ. παρακ. του [[καλύπτω]]· <i>κεκάλυπτο</i>, γʹ ενικ. Επικ. υπερσ. <i>κέκᾰμον</i>, Επικ. αόρ. βʹ του [[κάμνω]]· [[κεκάμω]], υποτ.· γʹ πληθ. <i>κεκάμωσι</i>.
}}
}}