Anonymous

κεκάλυμμαι: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κεκάλυμμαι:''' Παθ. παρακ. του [[καλύπτω]]· <i>κεκάλυπτο</i>, γʹ ενικ. Επικ. υπερσ. <i>κέκᾰμον</i>, Επικ. αόρ. βʹ του [[κάμνω]]· [[κεκάμω]], υποτ.· γʹ πληθ. <i>κεκάμωσι</i>.
|lsmtext='''κεκάλυμμαι:''' Παθ. παρακ. του [[καλύπτω]]· <i>κεκάλυπτο</i>, γʹ ενικ. Επικ. υπερσ. <i>κέκᾰμον</i>, Επικ. αόρ. βʹ του [[κάμνω]]· [[κεκάμω]], υποτ.· γʹ πληθ. <i>κεκάμωσι</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''κεκάλυμμαι:''' pf. pass. к [[καλύπτω]].
}}
}}