Anonymous

ἕδνον: Difference between revisions

From LSJ
4
(10)
(4)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἔδνον, το (συν. στον πληθ. ἕδνα και [[ἔεδνα]]) (Α)<br /><b>1.</b> τα δώρα που προσφέρει ο [[μνηστήρας]] στον [[πατέρα]] της νύφης<br /><b>2.</b> τα δώρα που προσφέρουν οι συγγενείς του [[πατέρα]] και της μητέρας στη [[νύφη]]<br /><b>3.</b> τα γαμήλια δώρα<br /><b>4.</b> [[δώρο]].
|mltxt=ἔδνον, το (συν. στον πληθ. ἕδνα και [[ἔεδνα]]) (Α)<br /><b>1.</b> τα δώρα που προσφέρει ο [[μνηστήρας]] στον [[πατέρα]] της νύφης<br /><b>2.</b> τα δώρα που προσφέρουν οι συγγενείς του [[πατέρα]] και της μητέρας στη [[νύφη]]<br /><b>3.</b> τα γαμήλια δώρα<br /><b>4.</b> [[δώρο]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἕδνον:''' τό (πιθ. από τα [[ἁδεῖν]], [[ἡδύς]])·<br /><b class="num">I.</b> [[κυρίως]] στον πληθ. ἕδνα, Επικ. [[ἔεδνα]], το γαμήλιο [[δώρο]] που προσφέρει ο [[μνηστήρας]] στη [[νύφη]] ή στους γονείς της ([[φερνή]], η [[προίκα]] της νύφης), σε Όμηρ., Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> τα γαμήλια δώρα που προσφέρονταν στη [[νύφη]] από τους ανθρώπους της οικογένειάς της, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.
}}
}}