Anonymous

ἕδνον: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἕδνον:''' τό (πιθ. από τα [[ἁδεῖν]], [[ἡδύς]])·<br /><b class="num">I.</b> [[κυρίως]] στον πληθ. ἕδνα, Επικ. [[ἔεδνα]], το γαμήλιο [[δώρο]] που προσφέρει ο [[μνηστήρας]] στη [[νύφη]] ή στους γονείς της ([[φερνή]], η [[προίκα]] της νύφης), σε Όμηρ., Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> τα γαμήλια δώρα που προσφέρονταν στη [[νύφη]] από τους ανθρώπους της οικογένειάς της, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.
|lsmtext='''ἕδνον:''' τό (πιθ. από τα [[ἁδεῖν]], [[ἡδύς]])·<br /><b class="num">I.</b> [[κυρίως]] στον πληθ. ἕδνα, Επικ. [[ἔεδνα]], το γαμήλιο [[δώρο]] που προσφέρει ο [[μνηστήρας]] στη [[νύφη]] ή στους γονείς της ([[φερνή]], η [[προίκα]] της νύφης), σε Όμηρ., Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> τα γαμήλια δώρα που προσφέρονταν στη [[νύφη]] από τους ανθρώπους της οικογένειάς της, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἕδνον:''' эп. тж. ἔεδνον τό преимущ. pl.<br /><b class="num">1)</b> брачные дары (жениха родителям невесты, самой невесте Hom. или гостей новобрачным Pind., Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> подарки родителей невесте, приданое Hom., Pind., Eur.;<br /><b class="num">3)</b> дар ([[θεῶν]] μυρίον [[ἕδνον]] Theocr.).
}}
}}