Anonymous

ἐμμεμαώς: Difference between revisions

From LSJ
4
(11)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐμμεμαώς]], -υῑα, -ός (Α)<br /><b>1.</b> [[σφοδρός]], [[ορμητικός]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[θρασύς]], [[ιταμός]].
|mltxt=[[ἐμμεμαώς]], -υῑα, -ός (Α)<br /><b>1.</b> [[σφοδρός]], [[ορμητικός]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[θρασύς]], [[ιταμός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐμμεμαώς:''' -υῖα, -ός (ἐν, *μάω), σε [[βιασύνη]], [[ένθερμος]], [[ανυπόμονος]], [[φλογερός]], [[παθιασμένος]], [[βιαστικός]], [[φουριόζος]], λέγεται για πρόσωπα, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}