ἐμμεμαώς
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
English (LSJ)
υῖα, ός, in eager haste, eager, of persons, Il.5.142,al., Plu.2.619e, etc.; of things, ἠχή (or πέτρη) Hes.Sc.439: later c. dat., ἐμμεμαὼς Βέβρυξι A.R.2.121. (Cf. Μάω, μέμονα.)
Spanish (DGE)
-υῖα, -ός
enardecido, ansioso, furioso de pers. y asim. ἐς δίφρον ἔβαινε ... ἐμμεμαυῖα θεά Il.5.838, cf. 13.785, 20.284, Epic.Alex.Adesp.1.5, Q.S.2.292, Orph.L.85, c. dat. ἐ. Βέβρυξιν A.R.2.121, de anim. ὁ (λέων) ἐ. βαθέης ἐξάλλεται αὔλης Il.5.142, fig. de inanimados ἣ (πέτρη) δέ τε ἠχῇ ἔρχεται ἐμμεμαυῖα la piedra (desprendida del monte) avanza furiosa con estrépito Hes.Sc.439, cf. Il.24.81 (var.).
German (Pape)
[Seite 808] (s. μέμαα), nur als partic., anstrebend, anstürmend, heftig, dem γλυκύθυμος u. ἀγανόφρων entgeggstzt, Il. 20, 467; vom Löwen, 5, 142; sp. D., ἐμμεμαὼς Βέβρυξιν Ap. Rh. 2, 121; von leblosen Dingen, ἠχή Hes. Sc. 439.
French (Bailly abrégé)
αυῖα, αός;
ardent, impétueux, furieux.
Étymologie: ἐν, μέμαα.
Russian (Dvoretsky)
ἐμμεμαώς: αυῖα, αός неистовый, стремительный (λέων Hom.; πέτρη ἠχῇ ἔρχεται ἐμμεμαυῖα Hes.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐμμεμαώς: -υῖα, -ός, προθυμούμενος, ἐπὶ λέοντος, Ἰλ. Ε. 142· ἐπὶ ἀνθρώπου, θρασύς, ἰταμός, Υ 467, κτλ.· ἐπὶ πραγμάτων, ὁρμητικός, ἡ δέ τε (ἡ πέτρη) ἠχῇ ἔρχεται ἐμμεμαυῖα Ἡσ. Ἀσπ. 439· καὶ μεταγεν. μετὰ δοτ., ἐμμεμαὼς βέβρυξι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 121· πρβλ. *μάω, μέμονα.
English (Autenrieth)
υῖα, du. -ῶτε, pl. -ῶτες (μέμαα): eager, vehement.
Greek Monolingual
ἐμμεμαώς, -υῖα, -ός (Α)
1. σφοδρός, ορμητικός
2. (για πρόσ.) θρασύς, ιταμός.
Greek Monotonic
ἐμμεμαώς: -υῖα, -ός (ἐν, *μάω), σε βιασύνη, ένθερμος, ανυπόμονος, φλογερός, παθιασμένος, βιαστικός, φουριόζος, λέγεται για πρόσωπα, σε Ομήρ. Ιλ.