Anonymous

ἐμμεμαώς: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐμμεμαώς:''' -υῖα, -ός (ἐν, *μάω), σε [[βιασύνη]], [[ένθερμος]], [[ανυπόμονος]], [[φλογερός]], [[παθιασμένος]], [[βιαστικός]], [[φουριόζος]], λέγεται για πρόσωπα, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἐμμεμαώς:''' -υῖα, -ός (ἐν, *μάω), σε [[βιασύνη]], [[ένθερμος]], [[ανυπόμονος]], [[φλογερός]], [[παθιασμένος]], [[βιαστικός]], [[φουριόζος]], λέγεται για πρόσωπα, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμμεμαώς:''' αυῖα, αός неистовый, стремительный ([[λέων]] Hom.; [[πέτρη]] ἠχῇ ἔρχεται ἐμμεμαυῖα Hes.).
}}
}}