Anonymous

ναυστολέω: Difference between revisions

From LSJ
5
(SL_2)
(5)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ναυστολέω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[carry]] cargoes of c. acc., met. [[παλαίφατος]] [[γενεά]], ἴδια ναυστολέοντες ἐπικώμια (the Bassidai) (N. 6.32)
|sltr=[[ναυστολέω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[carry]] cargoes of c. acc., met. [[παλαίφατος]] [[γενεά]], ἴδια ναυστολέοντες ἐπικώμια (the Bassidai) (N. 6.32)
}}
{{lsm
|lsmtext='''ναυστολέω:''' ([[ναύστολος]]), μέλ. <i>-ήσω</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> μτβ., [[μεταφέρω]], [[κομίζω]] μέσω θαλάσσης, σε Ευρ. — Παθ., με Μέσ. μέλ. <i>-ήσομαι</i>, [[πορεύομαι]] [[διά]] θαλάσσης, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[οδηγώ]], [[κυβερνώ]] [[πλοίο]], σε Αισχύλ., Ευρ.· μεταφ., τὼ πτέρυγε [[ποῖ]] ναυστολεῖς;, προς τα πού στρέφεις τα φτερά [[σου]];, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> αμτβ. όπως το Παθ., [[πορεύομαι]] επιβαίνοντας σε [[πλοίο]], [[πλέω]], σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, με αιτ. του τόπου, [[ταξιδεύω]] σε..., σε Ευρ.
}}
}}