Anonymous

ναυστολέω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ναυστολέω:''' ([[ναύστολος]]), μέλ. <i>-ήσω</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> μτβ., [[μεταφέρω]], [[κομίζω]] μέσω θαλάσσης, σε Ευρ. — Παθ., με Μέσ. μέλ. <i>-ήσομαι</i>, [[πορεύομαι]] [[διά]] θαλάσσης, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[οδηγώ]], [[κυβερνώ]] [[πλοίο]], σε Αισχύλ., Ευρ.· μεταφ., τὼ πτέρυγε [[ποῖ]] ναυστολεῖς;, προς τα πού στρέφεις τα φτερά [[σου]];, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> αμτβ. όπως το Παθ., [[πορεύομαι]] επιβαίνοντας σε [[πλοίο]], [[πλέω]], σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, με αιτ. του τόπου, [[ταξιδεύω]] σε..., σε Ευρ.
|lsmtext='''ναυστολέω:''' ([[ναύστολος]]), μέλ. <i>-ήσω</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> μτβ., [[μεταφέρω]], [[κομίζω]] μέσω θαλάσσης, σε Ευρ. — Παθ., με Μέσ. μέλ. <i>-ήσομαι</i>, [[πορεύομαι]] [[διά]] θαλάσσης, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[οδηγώ]], [[κυβερνώ]] [[πλοίο]], σε Αισχύλ., Ευρ.· μεταφ., τὼ πτέρυγε [[ποῖ]] ναυστολεῖς;, προς τα πού στρέφεις τα φτερά [[σου]];, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> αμτβ. όπως το Παθ., [[πορεύομαι]] επιβαίνοντας σε [[πλοίο]], [[πλέω]], σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, με αιτ. του τόπου, [[ταξιδεύω]] σε..., σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ναυστολέω:''' <b class="num">1)</b> перевозить на корабле, везти с собою (δάμαρτα, τὰς ξυμφοράς Eur.; [[ἴδια]] ἐπικώμια Pind.);<br /><b class="num">2)</b> править, управлять, направлять (τὴν πόλιν Eur.): τὼ πτέρυγε [[ποῖ]] ναυστολεῖς; Arph. куда направляешь ты крылья, т. е. свой полет?;<br /><b class="num">3)</b> плыть на корабле, ехать морем (ἐξ Ἰλίου Soph.; πρὸς οἴκους ἀπ᾽ Ἰλίου Eur.);<br /><b class="num">4)</b> проезжать (ἵπποισιν χθόνα Soph.).
}}
}}