Anonymous

ὑπέρπολυς: Difference between revisions

From LSJ
6
(Bailly1_5)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=πόλλη, πολυ;<br />excessivement <i>ou</i> extrêmement abondant.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[πολύς]].
|btext=πόλλη, πολυ;<br />excessivement <i>ou</i> extrêmement abondant.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[πολύς]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπέρπολυς:''' -πόλλη, -πόλυ, Ιων. [[ὑπέρπολλος]], <i>-η</i>, <i>-ον</i>, υπερβολικά [[πολύς]]· σε πληθ., υπερβολικά πολλοί, πλείστοι, σε Αισχύλ., Ξεν.
}}
}}