Anonymous

ὑπέρπολυς: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπέρπολυς:''' -πόλλη, -πόλυ, Ιων. [[ὑπέρπολλος]], <i>-η</i>, <i>-ον</i>, υπερβολικά [[πολύς]]· σε πληθ., υπερβολικά πολλοί, πλείστοι, σε Αισχύλ., Ξεν.
|lsmtext='''ὑπέρπολυς:''' -πόλλη, -πόλυ, Ιων. [[ὑπέρπολλος]], <i>-η</i>, <i>-ον</i>, υπερβολικά [[πολύς]]· σε πληθ., υπερβολικά πολλοί, πλείστοι, σε Αισχύλ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπέρπολυς:''' πόλλη, [[πολυ]]<br /><b class="num">1)</b> чрезвычайно многочисленный, бесчисленный, несметный Aesch., Xen., Dem.;<br /><b class="num">2)</b> чрезмерный (τὸ [[αἴτημα]] Plut.).
}}
}}