3,277,241
edits
(25) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μετοπωρινός]], -ή, -όν (ΑΜ) [[μετόπωρον]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[φθινόπωρο]], ο [[φθινοπωρινός]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>μετοπωρινόν</i><br />[[κατά]] την περίοδο του φθινοπώρου. | |mltxt=[[μετοπωρινός]], -ή, -όν (ΑΜ) [[μετόπωρον]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[φθινόπωρο]], ο [[φθινοπωρινός]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>μετοπωρινόν</i><br />[[κατά]] την περίοδο του φθινοπώρου. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μετοπωρῐνός:''' -ή, -όν, [[φθινοπωρινός]], σε Θουκ., Ξεν.· το ουδ. ως επίρρ., σε Ησίοδ. (πρβλ. [[ὀπωρινός]]). | |||
}} | }} |