Anonymous

μετοπωρινός: Difference between revisions

From LSJ
5
(25)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μετοπωρινός]], -ή, -όν (ΑΜ) [[μετόπωρον]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[φθινόπωρο]], ο [[φθινοπωρινός]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>μετοπωρινόν</i><br />[[κατά]] την περίοδο του φθινοπώρου.
|mltxt=[[μετοπωρινός]], -ή, -όν (ΑΜ) [[μετόπωρον]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[φθινόπωρο]], ο [[φθινοπωρινός]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>μετοπωρινόν</i><br />[[κατά]] την περίοδο του φθινοπώρου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''μετοπωρῐνός:''' -ή, -όν, [[φθινοπωρινός]], σε Θουκ., Ξεν.· το ουδ. ως επίρρ., σε Ησίοδ. (πρβλ. [[ὀπωρινός]]).
}}
}}