Anonymous

μετοπωρινός: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μετοπωρῐνός:''' -ή, -όν, [[φθινοπωρινός]], σε Θουκ., Ξεν.· το ουδ. ως επίρρ., σε Ησίοδ. (πρβλ. [[ὀπωρινός]]).
|lsmtext='''μετοπωρῐνός:''' -ή, -όν, [[φθινοπωρινός]], σε Θουκ., Ξεν.· το ουδ. ως επίρρ., σε Ησίοδ. (πρβλ. [[ὀπωρινός]]).
}}
{{elru
|elrutext='''μετοπωρῐνός:''' осенний ([[χρόνος]] Xen.; νύκτες Thuc.; [[μέλι]] Arst.).
}}
}}