3,274,216
edits
(9) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (AM [[διφυής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει δύο [[φύσεις]], που συνενώνει ανθρώπινα και ζωώδη χαρακτηριστικά (για τους Κενταύρους, τον Πάνα, τη [[Σφίγγα]] <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διπλός]], [[διμερής]] («διφυεῑς κόραι», «διφυεῑς ὀφρύες», «[[στῆθος]] διφυὲς μαστοῑς»)<br /><b>μσν.</b><br />(για [[δέντρο]]) εκείνο του οποίου ο [[κορμός]] διακλαδίζεται σε δύο μεγάλα κλαδιά. | |mltxt=-ές (AM [[διφυής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει δύο [[φύσεις]], που συνενώνει ανθρώπινα και ζωώδη χαρακτηριστικά (για τους Κενταύρους, τον Πάνα, τη [[Σφίγγα]] <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διπλός]], [[διμερής]] («διφυεῑς κόραι», «διφυεῑς ὀφρύες», «[[στῆθος]] διφυὲς μαστοῑς»)<br /><b>μσν.</b><br />(για [[δέντρο]]) εκείνο του οποίου ο [[κορμός]] διακλαδίζεται σε δύο μεγάλα κλαδιά. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''διφυής:''' -ές ([[φυή]]), αυτό που είναι διπλής μορφής, φύσεως, σε Ηρόδ., Σοφ. | |||
}} | }} |