Anonymous

διφυής: Difference between revisions

From LSJ
4
(9)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[διφυής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει δύο [[φύσεις]], που συνενώνει ανθρώπινα και ζωώδη χαρακτηριστικά (για τους Κενταύρους, τον Πάνα, τη [[Σφίγγα]] <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διπλός]], [[διμερής]] («διφυεῑς κόραι», «διφυεῑς ὀφρύες», «[[στῆθος]] διφυὲς μαστοῑς»)<br /><b>μσν.</b><br />(για [[δέντρο]]) εκείνο του οποίου ο [[κορμός]] διακλαδίζεται σε δύο μεγάλα κλαδιά.
|mltxt=-ές (AM [[διφυής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει δύο [[φύσεις]], που συνενώνει ανθρώπινα και ζωώδη χαρακτηριστικά (για τους Κενταύρους, τον Πάνα, τη [[Σφίγγα]] <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διπλός]], [[διμερής]] («διφυεῑς κόραι», «διφυεῑς ὀφρύες», «[[στῆθος]] διφυὲς μαστοῑς»)<br /><b>μσν.</b><br />(για [[δέντρο]]) εκείνο του οποίου ο [[κορμός]] διακλαδίζεται σε δύο μεγάλα κλαδιά.
}}
{{lsm
|lsmtext='''διφυής:''' -ές ([[φυή]]), αυτό που είναι διπλής μορφής, φύσεως, σε Ηρόδ., Σοφ.
}}
}}