3,277,306
edits
(9) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[δοριάλωτος]] και [[δορυάλωτος]], -ον<br />Α και [[δουριάλωτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που κατακτήθηκε με το [[δόρυ]], ο [[αιχμάλωτος]] πολέμου<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «δουριάλωτον [[λέχος]]» (για την Τέκμησσα)<br />αιχμάλωτη που έγινε [[σύζυγος]] (<b>Σοφ.</b>). | |mltxt=-η, -ο (AM [[δοριάλωτος]] και [[δορυάλωτος]], -ον<br />Α και [[δουριάλωτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που κατακτήθηκε με το [[δόρυ]], ο [[αιχμάλωτος]] πολέμου<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «δουριάλωτον [[λέχος]]» (για την Τέκμησσα)<br />αιχμάλωτη που έγινε [[σύζυγος]] (<b>Σοφ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δοριάλωτος:''' [ᾰ], -ον ([[ἁλῶναι]]), αυτός που αιχμαλωτίζεται με το [[δόρυ]], [[αιχμάλωτος]] πολέμου, σε Ηρόδ., Ευρ.· Ιων. δουριάλωτον [[λέχος]], λέγεται για την Τέκμησσα, σε Σοφ. | |||
}} | }} |