Anonymous

δοριάλωτος: Difference between revisions

From LSJ
4
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δοριάλωτος]] και [[δορυάλωτος]], -ον<br />Α και [[δουριάλωτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που κατακτήθηκε με το [[δόρυ]], ο [[αιχμάλωτος]] πολέμου<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «δουριάλωτον [[λέχος]]» (για την Τέκμησσα)<br />αιχμάλωτη που έγινε [[σύζυγος]] (<b>Σοφ.</b>).
|mltxt=-η, -ο (AM [[δοριάλωτος]] και [[δορυάλωτος]], -ον<br />Α και [[δουριάλωτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που κατακτήθηκε με το [[δόρυ]], ο [[αιχμάλωτος]] πολέμου<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «δουριάλωτον [[λέχος]]» (για την Τέκμησσα)<br />αιχμάλωτη που έγινε [[σύζυγος]] (<b>Σοφ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''δοριάλωτος:''' [ᾰ], -ον ([[ἁλῶναι]]), αυτός που αιχμαλωτίζεται με το [[δόρυ]], [[αιχμάλωτος]] πολέμου, σε Ηρόδ., Ευρ.· Ιων. δουριάλωτον [[λέχος]], λέγεται για την Τέκμησσα, σε Σοφ.
}}
}}