3,277,301
edits
(4) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δοριάλωτος:''' [ᾰ], -ον ([[ἁλῶναι]]), αυτός που αιχμαλωτίζεται με το [[δόρυ]], [[αιχμάλωτος]] πολέμου, σε Ηρόδ., Ευρ.· Ιων. δουριάλωτον [[λέχος]], λέγεται για την Τέκμησσα, σε Σοφ. | |lsmtext='''δοριάλωτος:''' [ᾰ], -ον ([[ἁλῶναι]]), αυτός που αιχμαλωτίζεται με το [[δόρυ]], [[αιχμάλωτος]] πολέμου, σε Ηρόδ., Ευρ.· Ιων. δουριάλωτον [[λέχος]], λέγεται για την Τέκμησσα, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δοριάλωτος:''' ион. [[δουριάλωτος]] 2 (ᾰ) добытый копьем, т. е. захваченный на войне ([[χώρη]] Her.; [[λέχος]] Soph.; sc. [[γυνή]] Eur.; πόλεις Dem.): τὰ δορυάλωτα Isocr. завоевания. | |||
}} | }} |