Anonymous

γυνή: Difference between revisions

From LSJ
1,253 bytes added ,  30 December 2018
3
(8)
(3)
Line 36: Line 36:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>βλ.</b> [[γυναίκα]].
|mltxt=η<br /><b>βλ.</b> [[γυναίκα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γῠνή:''' Δωρ. γυνά, γεν. <i>γυναικός</i>, αιτ. <i>γυναῖκα</i>, κλητ. [[γύναι]], πληθ. <i>γυναῖκες</i> κ.λπ. (όπως αν προερχόταν από ονομ. <i>γύναιξ</i>)·<br /><b class="num">I.</b> [[γυναίκα]], Λατ. [[femina]], αντίθ. προς τον ([[ἀνήρ]]), σε Όμηρ. κ.λπ.· συναπτόμενο με [[άλλο]] ουσ., <i>γυνὴταμίη</i>, [[οικονόμος]], [[δέσποινα]] [[γυνή]], <i>δμῳαὶ γυναῖκες</i> κ.λπ., στον ίδ.· στην κλητ., [[συχνά]] ως [[προσφώνηση]], [[δήλωση]] σεβασμού· «αρχόντισσα, [[κυρία]]», σε Θεόκρ.· <i>πρὸς γυναικός</i>, όπως μια [[γυναίκα]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[σύντροφος]], [[σύζυγος]], [[συμβία]], αντίθ. προς το [[παρθένος]], σε Όμηρ., Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> θνητή [[γυναίκα]], αντίθ. προς το [[θεά]], σε Όμηρ. (πιθ. από την [[ρίζα]] από την οποία προέρχεται και το <i>γί-γνομαι</i>).
}}
}}