3,276,932
edits
(8) |
(3) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η<br /><b>βλ.</b> [[γυναίκα]]. | |mltxt=η<br /><b>βλ.</b> [[γυναίκα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''γῠνή:''' Δωρ. γυνά, γεν. <i>γυναικός</i>, αιτ. <i>γυναῖκα</i>, κλητ. [[γύναι]], πληθ. <i>γυναῖκες</i> κ.λπ. (όπως αν προερχόταν από ονομ. <i>γύναιξ</i>)·<br /><b class="num">I.</b> [[γυναίκα]], Λατ. [[femina]], αντίθ. προς τον ([[ἀνήρ]]), σε Όμηρ. κ.λπ.· συναπτόμενο με [[άλλο]] ουσ., <i>γυνὴταμίη</i>, [[οικονόμος]], [[δέσποινα]] [[γυνή]], <i>δμῳαὶ γυναῖκες</i> κ.λπ., στον ίδ.· στην κλητ., [[συχνά]] ως [[προσφώνηση]], [[δήλωση]] σεβασμού· «αρχόντισσα, [[κυρία]]», σε Θεόκρ.· <i>πρὸς γυναικός</i>, όπως μια [[γυναίκα]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[σύντροφος]], [[σύζυγος]], [[συμβία]], αντίθ. προς το [[παρθένος]], σε Όμηρ., Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> θνητή [[γυναίκα]], αντίθ. προς το [[θεά]], σε Όμηρ. (πιθ. από την [[ρίζα]] από την οποία προέρχεται και το <i>γί-γνομαι</i>). | |||
}} | }} |