3,274,919
edits
(3) |
(nl) |
||
Line 39: | Line 39: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γῠνή:''' Δωρ. γυνά, γεν. <i>γυναικός</i>, αιτ. <i>γυναῖκα</i>, κλητ. [[γύναι]], πληθ. <i>γυναῖκες</i> κ.λπ. (όπως αν προερχόταν από ονομ. <i>γύναιξ</i>)·<br /><b class="num">I.</b> [[γυναίκα]], Λατ. [[femina]], αντίθ. προς τον ([[ἀνήρ]]), σε Όμηρ. κ.λπ.· συναπτόμενο με [[άλλο]] ουσ., <i>γυνὴταμίη</i>, [[οικονόμος]], [[δέσποινα]] [[γυνή]], <i>δμῳαὶ γυναῖκες</i> κ.λπ., στον ίδ.· στην κλητ., [[συχνά]] ως [[προσφώνηση]], [[δήλωση]] σεβασμού· «αρχόντισσα, [[κυρία]]», σε Θεόκρ.· <i>πρὸς γυναικός</i>, όπως μια [[γυναίκα]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[σύντροφος]], [[σύζυγος]], [[συμβία]], αντίθ. προς το [[παρθένος]], σε Όμηρ., Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> θνητή [[γυναίκα]], αντίθ. προς το [[θεά]], σε Όμηρ. (πιθ. από την [[ρίζα]] από την οποία προέρχεται και το <i>γί-γνομαι</i>). | |lsmtext='''γῠνή:''' Δωρ. γυνά, γεν. <i>γυναικός</i>, αιτ. <i>γυναῖκα</i>, κλητ. [[γύναι]], πληθ. <i>γυναῖκες</i> κ.λπ. (όπως αν προερχόταν από ονομ. <i>γύναιξ</i>)·<br /><b class="num">I.</b> [[γυναίκα]], Λατ. [[femina]], αντίθ. προς τον ([[ἀνήρ]]), σε Όμηρ. κ.λπ.· συναπτόμενο με [[άλλο]] ουσ., <i>γυνὴταμίη</i>, [[οικονόμος]], [[δέσποινα]] [[γυνή]], <i>δμῳαὶ γυναῖκες</i> κ.λπ., στον ίδ.· στην κλητ., [[συχνά]] ως [[προσφώνηση]], [[δήλωση]] σεβασμού· «αρχόντισσα, [[κυρία]]», σε Θεόκρ.· <i>πρὸς γυναικός</i>, όπως μια [[γυναίκα]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[σύντροφος]], [[σύζυγος]], [[συμβία]], αντίθ. προς το [[παρθένος]], σε Όμηρ., Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> θνητή [[γυναίκα]], αντίθ. προς το [[θεά]], σε Όμηρ. (πιθ. από την [[ρίζα]] από την οποία προέρχεται και το <i>γί-γνομαι</i>). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=γυνή γυναικός, ἡ, Dor. γυνά; vocat. γύναι; dual. γυναῖκε; Aeol. plur. γύναικες γυναίκων γυναίκεσσι van mensen vrouw ( bijv. tegenover man, echtgenoot, godin); met ander subst.. δμῳαὶ γυναῖκες slavinnen Il. 9.477. van dieren wijfje. | |||
}} | }} |