Anonymous

τρίπους: Difference between revisions

From LSJ
6
(42)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ουν, ΝΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[τρίποδος]].
|mltxt=-ουν, ΝΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[τρίποδος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τρίπους:''' [ῐ], -ποδος, ὁ, ἡ, -πουν, τό, αυτός που έχει [[τρία]] πόδια ή που αποτελείται από [[τρία]] πόδια· και ομοίως·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει [[έκταση]] τριων ποδιών, σε Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που βαδίζει με [[τρία]] πόδια, λέγεται για ηλικιωμένο που στηρίζεται σε [[μαγκούρα]], σε Ησίοδ.· ομοίως, <i>[[τρίποδας]] ὁδοὺς στείχει</i>, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">III.</b> αυτός που έχει [[τρία]] πόδια (λέγεται για [[τραπέζι]] κ.λπ.)·<br /><b class="num">1.</b> [[τρίποδας]], μπρούτζινη [[χύτρα]] ή [[καζάνι]] με [[τρία]] πόδια, σε Όμηρ.· από ένα τρίποδα τέτοιου είδους (Λατ. [[cortina]]) η [[ιέρεια]] των Δελφών έδινε τους χρησμούς της, σε Ευρ., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[τραπέζι]] με [[τρία]] πόδια, σε Ξεν.
}}
}}