Anonymous

τρίπους: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρίπους:''' [ῐ], -ποδος, ὁ, ἡ, -πουν, τό, αυτός που έχει [[τρία]] πόδια ή που αποτελείται από [[τρία]] πόδια· και ομοίως·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει [[έκταση]] τριων ποδιών, σε Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που βαδίζει με [[τρία]] πόδια, λέγεται για ηλικιωμένο που στηρίζεται σε [[μαγκούρα]], σε Ησίοδ.· ομοίως, <i>[[τρίποδας]] ὁδοὺς στείχει</i>, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">III.</b> αυτός που έχει [[τρία]] πόδια (λέγεται για [[τραπέζι]] κ.λπ.)·<br /><b class="num">1.</b> [[τρίποδας]], μπρούτζινη [[χύτρα]] ή [[καζάνι]] με [[τρία]] πόδια, σε Όμηρ.· από ένα τρίποδα τέτοιου είδους (Λατ. [[cortina]]) η [[ιέρεια]] των Δελφών έδινε τους χρησμούς της, σε Ευρ., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[τραπέζι]] με [[τρία]] πόδια, σε Ξεν.
|lsmtext='''τρίπους:''' [ῐ], -ποδος, ὁ, ἡ, -πουν, τό, αυτός που έχει [[τρία]] πόδια ή που αποτελείται από [[τρία]] πόδια· και ομοίως·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει [[έκταση]] τριων ποδιών, σε Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που βαδίζει με [[τρία]] πόδια, λέγεται για ηλικιωμένο που στηρίζεται σε [[μαγκούρα]], σε Ησίοδ.· ομοίως, <i>[[τρίποδας]] ὁδοὺς στείχει</i>, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">III.</b> αυτός που έχει [[τρία]] πόδια (λέγεται για [[τραπέζι]] κ.λπ.)·<br /><b class="num">1.</b> [[τρίποδας]], μπρούτζινη [[χύτρα]] ή [[καζάνι]] με [[τρία]] πόδια, σε Όμηρ.· από ένα τρίποδα τέτοιου είδους (Λατ. [[cortina]]) η [[ιέρεια]] των Δελφών έδινε τους χρησμούς της, σε Ευρ., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[τραπέζι]] με [[τρία]] πόδια, σε Ξεν.
}}
{{elnl
|elnltext=τρίπους -πουν, gen. -ποδος [τρι-, πούς] van drie voet, drie voet lang, drie voet breed; subst. ἡ τρίπους lijnstuk van drie voet; kwadraat van drie voet. met drie voeten:. τρίπους βροτός drievoetige sterveling (oude man met stok) Hes. Op. 533; τὸ ὑπέργηρων... τρίποδας ὁδοὺς στείχει extreme ouderdom gaat wegen met drie voeten (d.w.z. loopt met stok) Aeschl. Ag. 80. subst. ὁ τρίπους drievoet; tafel met drie poten; overdr.: ὁ τρίπους τῆς Μούσης de drievoet van de Muze (bron van inspiratie) Plat. Lg. 719c.
}}
}}