3,277,179
edits
(9) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-εία, -ύ και [[δριμός]], -ή, -ό και [[δριμιός]], -ιά, -ιό (AM [[δριμύς]], -εῑα, -ύ)<br /><b>1.</b> [[οξύς]], [[αψύς]], [[καυστικός]] στη [[γεύση]] ή την όσφρηση («δριμύ [[ξίδι]]»)<br /><b>2.</b> [[σφοδρός]], [[ορμητικός]], [[βίαιος]] («[[δριμύς]] [[χειμώνας]]»)<br /><b>3.</b> (για λόγο) α) [[δηκτικός]], [[πειραχτικός]]<br />β) [[δυνατός]], [[έντονος]], [[επιτακτικός]] («δριμύτατες παρατηρήσεις»)<br /><b>4.</b> (για δάκρυα) [[πικρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[δριμύς]]<br />φαρμακευτικό [[φυτό]] της οικογένειας μαγνολίδες<br /><b>μσν.</b><br />[[βαρύς]], [[φοβερός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) α) [[αυστηρός]], [[άγριος]]<br />β) [[πανούργος]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. ως επίρρ. με το [[βλέπω]]) αυστηρά, με [[οξυδέρκεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Αν υποτεθεί ως σημ. «αυτός που κατακόπτει, καταξεσχίζει», [[τότε]] [[δριμύς]] <span style="color: red;"><</span> <i>δρῐσ</i>-<i>μύς</i> ([[αντί]] του <i>δρῐσ</i>-<i>μός</i>.: πιθ. [[κατά]] το [[οξύς]] <b>κ.ά.</b>) και συνδέεται με λεττ. <i>dris</i>-<i>me</i> «[[σχισμή]], [[αμυχή]]». Είναι [[επίσης]] πιθανή η [[σχέση]] με τη [[ρίζα]] <i>der</i>- «[[γδέρνω]], [[ξεσχίζω]]» του [[δέρω]]]. | |mltxt=-εία, -ύ και [[δριμός]], -ή, -ό και [[δριμιός]], -ιά, -ιό (AM [[δριμύς]], -εῑα, -ύ)<br /><b>1.</b> [[οξύς]], [[αψύς]], [[καυστικός]] στη [[γεύση]] ή την όσφρηση («δριμύ [[ξίδι]]»)<br /><b>2.</b> [[σφοδρός]], [[ορμητικός]], [[βίαιος]] («[[δριμύς]] [[χειμώνας]]»)<br /><b>3.</b> (για λόγο) α) [[δηκτικός]], [[πειραχτικός]]<br />β) [[δυνατός]], [[έντονος]], [[επιτακτικός]] («δριμύτατες παρατηρήσεις»)<br /><b>4.</b> (για δάκρυα) [[πικρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[δριμύς]]<br />φαρμακευτικό [[φυτό]] της οικογένειας μαγνολίδες<br /><b>μσν.</b><br />[[βαρύς]], [[φοβερός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) α) [[αυστηρός]], [[άγριος]]<br />β) [[πανούργος]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. ως επίρρ. με το [[βλέπω]]) αυστηρά, με [[οξυδέρκεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Αν υποτεθεί ως σημ. «αυτός που κατακόπτει, καταξεσχίζει», [[τότε]] [[δριμύς]] <span style="color: red;"><</span> <i>δρῐσ</i>-<i>μύς</i> ([[αντί]] του <i>δρῐσ</i>-<i>μός</i>.: πιθ. [[κατά]] το [[οξύς]] <b>κ.ά.</b>) και συνδέεται με λεττ. <i>dris</i>-<i>me</i> «[[σχισμή]], [[αμυχή]]». Είναι [[επίσης]] πιθανή η [[σχέση]] με τη [[ρίζα]] <i>der</i>- «[[γδέρνω]], [[ξεσχίζω]]» του [[δέρω]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δρῑμύς:''' -εῖα, -ύ,<br /><b class="num">I.</b> [[διαπεραστικός]], [[κοφτερός]], [[οξύς]], Λατ. [[acer]], λέγεται για [[βέλος]], σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., δριμεῖα [[μάχη]], δριμὺς [[χόλος]], στο ίδ.· δριμὺ [[μένος]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, που επηρεάζουν την όραση και τη [[γεύση]], [[καυστικός]], [[οξύς]], [[ερεθιστικός]], όπως ο [[καπνός]], σε Αριστοφ.· [[άγριος]], [[πικρός]], όπως τα χόρτα, βότανα, σε Ξεν.· [[οξύς]], [[έντονος]], λέγεται για [[οσμή]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">III.</b> μεταφ., λέγεται για πρόσωπα, [[πικρόχολος]], [[καυστικός]], [[δηκτικός]], σε Αισχύλ., Αριστοφ.· επίσης, [[ζωηρός]], [[τσουχτερός]], σε Ευρ.· <i>δριμὺ βλέπειν</i>, [[κοιτάζω]] αυστηρά ή με [[πικρία]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |