3,277,179
edits
(4) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δρῑμύς:''' -εῖα, -ύ,<br /><b class="num">I.</b> [[διαπεραστικός]], [[κοφτερός]], [[οξύς]], Λατ. [[acer]], λέγεται για [[βέλος]], σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., δριμεῖα [[μάχη]], δριμὺς [[χόλος]], στο ίδ.· δριμὺ [[μένος]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, που επηρεάζουν την όραση και τη [[γεύση]], [[καυστικός]], [[οξύς]], [[ερεθιστικός]], όπως ο [[καπνός]], σε Αριστοφ.· [[άγριος]], [[πικρός]], όπως τα χόρτα, βότανα, σε Ξεν.· [[οξύς]], [[έντονος]], λέγεται για [[οσμή]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">III.</b> μεταφ., λέγεται για πρόσωπα, [[πικρόχολος]], [[καυστικός]], [[δηκτικός]], σε Αισχύλ., Αριστοφ.· επίσης, [[ζωηρός]], [[τσουχτερός]], σε Ευρ.· <i>δριμὺ βλέπειν</i>, [[κοιτάζω]] αυστηρά ή με [[πικρία]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''δρῑμύς:''' -εῖα, -ύ,<br /><b class="num">I.</b> [[διαπεραστικός]], [[κοφτερός]], [[οξύς]], Λατ. [[acer]], λέγεται για [[βέλος]], σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., δριμεῖα [[μάχη]], δριμὺς [[χόλος]], στο ίδ.· δριμὺ [[μένος]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, που επηρεάζουν την όραση και τη [[γεύση]], [[καυστικός]], [[οξύς]], [[ερεθιστικός]], όπως ο [[καπνός]], σε Αριστοφ.· [[άγριος]], [[πικρός]], όπως τα χόρτα, βότανα, σε Ξεν.· [[οξύς]], [[έντονος]], λέγεται για [[οσμή]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">III.</b> μεταφ., λέγεται για πρόσωπα, [[πικρόχολος]], [[καυστικός]], [[δηκτικός]], σε Αισχύλ., Αριστοφ.· επίσης, [[ζωηρός]], [[τσουχτερός]], σε Ευρ.· <i>δριμὺ βλέπειν</i>, [[κοιτάζω]] αυστηρά ή με [[πικρία]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δρῑμύς:''' εῖα, ύ<br /><b class="num">1)</b> острый, пронизывающий ([[βέλος]] Hom.; [[ἄκος]] Hes.): ἀνὰ ῥῖνάς οἱ δριμὺ [[μένος]] προὔτυψε Hom. в носу у него сильно защекотало, т. е. слезы подступили у него к горлу;<br /><b class="num">2)</b> острый, едкий, крепкий ([[καπνός]] Arph.; [[χυμός]], [[ὀσμή]] Arst.; [[οἶνος]] Luc.: [[φάρμακον]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> острый, пряный (ἐδέσματα Arst.);<br /><b class="num">4)</b> сильно пахнущий, с острым запахом ([[ἄνθη]] Plut.);<br /><b class="num">5)</b> гневный, злобный ([[χόλος]] Hom. и χολά Theocr.; [[θυμός]] Aesch.; [[θηρίον]] Plat.; δριμὺ βλέπειν Arph. и ἀποβλέπειν Luc.);<br /><b class="num">6)</b> жестокий, ожесточенный ([[μάχη]] Hes.);<br /><b class="num">7)</b> сильный, бурный, пылкий, пламенный ([[ἔρως]] Plat., Plut.);<br /><b class="num">8)</b> остроумный, проницательный, хитрый (Σισύφου [[γένος]] Eur.; δ. καὶ [[ἔντονος]] Plat.; δριμὺ βλέπειν Plat. - ср. 5);<br /><b class="num">9)</b> мелочный, придирчивый (ἡ ἐν γράμμασι [[μικρολογία]] Plut.). | |||
}} | }} |