Anonymous

λιπαρής: Difference between revisions

From LSJ
5
(23)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λιπαρής]], -ές (Α) [[λιπαρώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που εμμένει, [[επίμονος]], [[ακούραστος]], [[ακαταπόνητος]] («εὑρήσεις γάρ με λιπαρῆ [[ὄντα]] περὶ τὰ λεγόμενα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πράγματα ή καταστάσεις) [[συνεχής]], [[διαρκής]], [[αδιάλειπτος]] (α. «[[οὐδέν]] ἐλλείψουσι αὗται λιπαροῡς χειρουργίας», <b>Αριστοφ.</b> β. «[[λιπαρής]] [[πυρετός]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που παρακαλεί με [[επιμονή]], που εκλιπαρεί και γίνεται [[ενοχλητικός]], [[φορτικός]] («λιπαρεῑς ἧσαν δεόμενοι [[μηκέτι]] νομίζειν αὐτοὺς πολεμίους», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> αυτός που κολακεύει με χαμερπή τρόπο<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ λιπαρές</i><br />φορτική [[συμπεριφορά]], επίμονη [[ικεσία]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «πρὸς τὸ λιπαρές» — φορτικά, ενοχλητικά. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>λιπαρῶς</i> (Α)<br />με πιεστικό τρόπο, φορτικά, ενοχλητικά.
|mltxt=[[λιπαρής]], -ές (Α) [[λιπαρώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που εμμένει, [[επίμονος]], [[ακούραστος]], [[ακαταπόνητος]] («εὑρήσεις γάρ με λιπαρῆ [[ὄντα]] περὶ τὰ λεγόμενα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πράγματα ή καταστάσεις) [[συνεχής]], [[διαρκής]], [[αδιάλειπτος]] (α. «[[οὐδέν]] ἐλλείψουσι αὗται λιπαροῡς χειρουργίας», <b>Αριστοφ.</b> β. «[[λιπαρής]] [[πυρετός]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που παρακαλεί με [[επιμονή]], που εκλιπαρεί και γίνεται [[ενοχλητικός]], [[φορτικός]] («λιπαρεῑς ἧσαν δεόμενοι [[μηκέτι]] νομίζειν αὐτοὺς πολεμίους», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> αυτός που κολακεύει με χαμερπή τρόπο<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ λιπαρές</i><br />φορτική [[συμπεριφορά]], επίμονη [[ικεσία]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «πρὸς τὸ λιπαρές» — φορτικά, ενοχλητικά. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>λιπαρῶς</i> (Α)<br />με πιεστικό τρόπο, φορτικά, ενοχλητικά.
}}
{{lsm
|lsmtext='''λῑπᾰρής:''' -ές,<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που επιμένει ή εμμένει σε κάποιο [[πράγμα]], [[ένθερμος]], [[ακούραστος]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, σε Αριστοφ., Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[ένθερμος]] στην [[παράκληση]] ή στη [[δέηση]], [[ενοχλητικός]], λιπαρὴς [[χείρ]], που επιμένει στην [[ικεσία]], σε Σοφ.· <i>τὸ λιπαρές</i>, επίμονη, ενοχλητική [[ικεσία]], σε Λουκ.· <i>πρὸς τὸ λιπαρές = λιπαρῶς</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ., <i>λιπαρῶς</i>, ένθερμα, επίμονα, ενοχλητικά, σε Πλάτ. (αμφίβ. προέλ.· η πρώτη [[συλλαβή]] φαίνεται να προέρχεται από <i>λι-</i>, [[λίαν]]).
}}
}}