3,274,919
edits
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λῑπᾰρής:''' -ές,<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που επιμένει ή εμμένει σε κάποιο [[πράγμα]], [[ένθερμος]], [[ακούραστος]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, σε Αριστοφ., Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[ένθερμος]] στην [[παράκληση]] ή στη [[δέηση]], [[ενοχλητικός]], λιπαρὴς [[χείρ]], που επιμένει στην [[ικεσία]], σε Σοφ.· <i>τὸ λιπαρές</i>, επίμονη, ενοχλητική [[ικεσία]], σε Λουκ.· <i>πρὸς τὸ λιπαρές = λιπαρῶς</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ., <i>λιπαρῶς</i>, ένθερμα, επίμονα, ενοχλητικά, σε Πλάτ. (αμφίβ. προέλ.· η πρώτη [[συλλαβή]] φαίνεται να προέρχεται από <i>λι-</i>, [[λίαν]]). | |lsmtext='''λῑπᾰρής:''' -ές,<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που επιμένει ή εμμένει σε κάποιο [[πράγμα]], [[ένθερμος]], [[ακούραστος]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, σε Αριστοφ., Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[ένθερμος]] στην [[παράκληση]] ή στη [[δέηση]], [[ενοχλητικός]], λιπαρὴς [[χείρ]], που επιμένει στην [[ικεσία]], σε Σοφ.· <i>τὸ λιπαρές</i>, επίμονη, ενοχλητική [[ικεσία]], σε Λουκ.· <i>πρὸς τὸ λιπαρές = λιπαρῶς</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ., <i>λιπαρῶς</i>, ένθερμα, επίμονα, ενοχλητικά, σε Πλάτ. (αμφίβ. προέλ.· η πρώτη [[συλλαβή]] φαίνεται να προέρχεται από <i>λι-</i>, [[λίαν]]). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λῑπᾰρής:''' настойчивый, упорный, неутомимый ([[χειρουργία]] Arph.; [[προθυμία]] Luc.; λ. πρός и περί τι, περί τινος Plat. или τινος Luc.): [[λιπαρεῖς]] [[ἦσαν]] δεόμενοι Plut. они неотступно просили. | |||
}} | }} |