Anonymous

πανώλεθρος: Difference between revisions

From LSJ
5
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />[[πάρα]] πολύ [[ολέθριος]], καταστρεπτικότατος («πανώλεθρον θάνατον», Θεοφύλ. Σ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει καταστραφεί ολοκληρωτικά («[[πίτυς]]... [[πανώλεθρος]] ἐξαπόλλυται», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τελείως]] διεφθαρμένος ηθικά («τοῑς πανωλέθροις... Ἀτρείδαις», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ώλεθρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄλεθρος]]), <b>πρβλ.</b> <i>κακ</i>-<i>ώλεθρος</i>. Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />[[πάρα]] πολύ [[ολέθριος]], καταστρεπτικότατος («πανώλεθρον θάνατον», Θεοφύλ. Σ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει καταστραφεί ολοκληρωτικά («[[πίτυς]]... [[πανώλεθρος]] ἐξαπόλλυται», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τελείως]] διεφθαρμένος ηθικά («τοῑς πανωλέθροις... Ἀτρείδαις», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ώλεθρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄλεθρος]]), <b>πρβλ.</b> <i>κακ</i>-<i>ώλεθρος</i>. Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πᾰνώλεθρος:''' -ον ([[ὄλεθρος]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> απόλυτα κατεστραμμένος, ολοκληρωτικά διαλυμένος, σε Ηρόδ.· πανωλέθρους [[ὀλέσθαι]], σε Σοφ.· [[πανώλεθρος]] πίπτειν, σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με [[ηθική]] [[σημασία]], εντελώς παρατημένος, Λατ. perditissimus, σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., εξ ολοκλήρου [[καταστρεπτικός]], απόλυτα [[ολέθριος]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.
}}
}}