πανώλεθρος

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνώλεθρος Medium diacritics: πανώλεθρος Low diacritics: πανώλεθρος Capitals: ΠΑΝΩΛΕΘΡΟΣ
Transliteration A: panṓlethros Transliteration B: panōlethros Transliteration C: panolethros Beta Code: panw/leqros

English (LSJ)

πανώλεθρον, (ὄλεθρος)
A utterly destroyed, π. ἐξαπόλλυται Hdt.6.37 (v.l. -θρως, found also Apollod.3.16.2); πανωλέθρους τὸ πᾶν… ὀλέσθαι S.El.1009; π. πεσεῖν, γενέσθαι, A.Ch.934, Eu. 552 (lyr.); πόλιν πανώλεθρον ἐκθαμνίσαι Id.Th.71; γένος π. ἀναστρέψαι Ar.Av.1239; π. ξυναρπάσαι τινά S.Aj.839, etc.
2 in moral sense, utterly abandoned, τοῖς π. Ἀτρείδαις Id.Ph.322; ἡ π. μήτηρ E.El.86; οὔτε σὺν πανωλέθροισιν οὔτ' ἄνευ πανωλέθρων Ar.Lys. 1039.
II Act., all-destructive, ruinous, π. κακόν Hdt.6.85; ἐμβολαί A.Pers.562 (lyr.); θεός Id.Supp.414.

German (Pape)

[Seite 465] ganz verderbt, ganz zu Grunde gerichtet; μή μοι πόλιν γε πρυμνόθεν πανώλεθρον ἐκθαμνίσητε, Aesch. Spt. 70, vgl. 916 Ag. 521 Ch. 922; πανωλέθρους τὸ πᾶν ἡμᾶς τ' ὀλέσθαι, Soph. El. 997; καί σφας κακοὺς κάκιστα καὶ πανωλέθρους ξυναρπάσειαν, so daß ihr ganz und gar untergeht, Ai. 826; u. in moralischer Beziehung, verrucht, τοῖς πανωλέθροις 'Ατρείδαις, Phil. 322; vgl. Eur. El. 86 u. Ar. Lys. 1039; πανώλεθρος (v.l. πανωλέθρως) ἐξαπόλλυται, Her. 6, 37; Sp., wie Pol. 15, 20, 8 vrbdt τοὺς μὲν ἄρδην ἀναστάτους ἐποίησε καὶ πανωλέθρους. – Akt., ganz, sehr verderblich, ἐμβολαί, θεός, Aesch. Pers. 554 Suppl. 409, u. einzeln bei Sp., wie Lycophr. 165; so μὴ πανώλεθρον κακὸν ἐς τὴν χώρην ἐςβάλωσι, Her. 6, 85.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. tout à fait pernicieux ou funeste;
II. 1 tout à fait perdu ou détruit, détruit de fond en comble;
2 tout à fait digne de périr, tout à fait infâme ou malfaisant.
Étymologie: πᾶν, ὄλεθρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πανώλεθρος -ον [πᾶς, ὄλεθρος] allesvernietigend:. πανωλέθροισιν ἐμβολαῖς met allesvernietigende aanvallen Aeschl. Pers. 562. geheel vernietigd:; ὀφθαλμὸν οἴκων μὴ πανώλεθρον πεσεῖν dat het licht van het huis niet onder totale vernietiging bezwijkt Aeschl. Ch. 934; in morele zin geheel verdorven, slecht.

Russian (Dvoretsky)

πᾰνώλεθρος:
1 окончательно погибший: πανωλέθρους τὸ πᾶν ὀλέσθαι Soph. совершенно погибнуть; πόλιν πανώλεθρον ἐκθαμνίζειν Aesch. разрушить город до основания;
2 проклятый, ненавистный, преступнейший (Ἀτρεῖδαι Soph.; μήτηρ Eur.);
3 всеистребляющий, губительнейший (κακόν Her.; ἐμβολαί Aesch.).

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
πάρα πολύ ολέθριος, καταστρεπτικότατος («πανώλεθρον θάνατον», Θεοφύλ. Σ.)
αρχ.
1. αυτός που έχει καταστραφεί ολοκληρωτικά («πίτυς... πανώλεθρος ἐξαπόλλυται», Ηρόδ.)
2. τελείως διεφθαρμένος ηθικά («τοῖς πανωλέθροις... Ἀτρείδαις», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -ώλεθρος (< ὄλεθρος), πρβλ. κακ-ώλεθρος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

πᾰνώλεθρος: -ον (ὄλεθρος
I. 1. απόλυτα κατεστραμμένος, ολοκληρωτικά διαλυμένος, σε Ηρόδ.· πανωλέθρους ὀλέσθαι, σε Σοφ.· πανώλεθρος πίπτειν, σε Αισχύλ. κ.λπ.
2. με ηθική σημασία, εντελώς παρατημένος, Λατ. perditissimus, σε Σοφ., Ευρ.
II. Ενεργ., εξ ολοκλήρου καταστρεπτικός, απόλυτα ολέθριος, σε Ηρόδ., Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνώλεθρος: -ον, (ὄλεθρος) ὁ παντελῶς κατεστραμμένος, τελείως ἀπωλεσθείς, παν. ἐξαπόλλυται Ἡρόδ. 6. 37 (ἔνθα ὅμως τὰ πλεῖστα τῶν Ἀντιγράφων ἔχουσι τὸ ἐπίρρ. -θρως)· πανωλέθρους τὸ πᾶν... ὀλέσθαι Σοφ. Ἠλ. 1009· π. πίπτειν, γενέσθαι Αἰσχύλ. Χο. 934, Εὐμ. 552· πόλιν πανώλεθρον ἐκθαμνίζειν ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 71· γένος π. ἀνατρέπειν Ἀριστοφ. Ἀχ. 1239· π. ξυναρπάζειν τινὰ Σοφ. Αἴ. 839, κτλ. 2) ὡσαύτως ἐπὶ ἠθικῆς σημασίας, ἐξωλέστατος, ἐπάρατος, Λατ. perditisimus, τοῖς πανωλέθροις ἔχεις ἔγκλημ’ Ἀτρείδαις, ὥστε θυμοῦσθαι παθών; ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 322· ἡ π. μήτηρ Εὐρ. Ἠλ. 86· οὔτε σὺν πανωλέθροισιν οὔτ’ ἄνευ πανωλέθρων Ἀριστοφ. Λυσ. 1039. ΙΙ. ἐνεργ., καταστρεπτικώτατος, π. κακὸν Ἡρόδ. 6. 85· ἐμβολαὶ Αἰσχύλ. Πέρσ. 562· θεὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 414. ― Πρβλ. πανώλης.

Middle Liddell

πᾰν-ώλεθρος, ον, ὄλεθρος
I. utterly ruined, utterly destroyed, Hdt.; πανωλέθρους ὀλέσθαι Soph.; π. πίπτειν Aesch., etc.
2. in moral sense, utterly abandoned, Lat. perditissimus, Soph., Eur.
II. act. all destructive, all-ruinous, Hdt., Aesch.

English (Woodhouse)

abominable, base, harmful, ruinous, causing ruin, destroyed utterly, utterly ruined

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)